28.2.11

montem et mare

Η καρδιά σπαρταράει όπως η Φιλαρέτη όταν την έβγαλα από το νερό για να τη βάλω σε άλλο για να τη θεραπεύσω. Πιάνω ασυναίσθητα τον εαυτό μου να ζει παράλληλες πραγματικότητες που σε λίγο δε θα ξεχωρίζει ποια είναι ποια κι έτσι δε θα ξέρω πια σε ποια από όλες μου λείπεις. Τα βράδια όταν κοιμάμαι και νιώθω πως δεν είσαι στο όνειρο απογοητεύομαι και διαγράφω το όνειρο πριν το θυμηθώ ξανά μόλις τα μάτια ανοίγουν. Παράλληλη διαδικασία. Τα μάτια ανοίγουν. Το όνειρο διαγράφεται. Δε παύει να υπάρχει. Μπαίνει στον κάδο ανακύκλωσης μήπως το χρειαστώ ξανά. Και μου λείπεις. Όταν πάλι ξυπνάω και σε έχω δίπλα μου τα μάτια μου επαναφέρουν πληροφορίες ονειρικές και τότε σε έχω πάλι. Έχω την αίσθησή σου. Αλλά δεν έχω το κορμί σου.  Και μου λείπεις. Κοιτώ τα μάτια σου και ξέρω πως αφήνεις μικρές ανάσες στον λαιμό μου. Αλλά δεν έχω το στόμα σου. Μου λείπεις. Θα έχω το κορμί σου σε λίγες ώρες. Και θα το έχω παράλληλα σε όλες τις πραγματικότητες. Αλλά αν λείπεις από το όνειρο, θα μου λείπεις. Και όταν το κορμί σου φύγει από δίπλα μου, θα μου λείπει διπλά γιατί θα ξέρω τη γεύση του. Και τώρα μου λείπεις. Αλλά τώρα δε σε έχω πουθενά.  Σε άφησα μόνο σου κι ας μη το ξέρεις. Αν και το ξέρεις. Κόλπο είναι, δε σ’ απαρνήθηκα. Ήθελα να δοκιμάσω τις αντοχές μου. Αλλά μου λείπεις. Σε πλησιάζω και κάθομαι πάνω στο γραφείο δίπλα στους αριθμούς και κουνάω τα πόδια μου πέρα δώθε και παίζω με τα μαλλιά σου, και λίγο με τα νεύρα σου που δε σ’ αφήνω να συγκεντρωθείς. Και όταν νευριάζεις εγώ κουρνιάζω. Δε παίζω άλλο με τα μαλλιά σου και κοιτώ τα παπούτσια μου. Και σηκώνω το βλέμμα όταν με έχεις συγχωρέσει και με κοιτάς. Και τότε κοιτώ τα μάτια σου. Και κάθε φορά που κοιτώ τα μάτια σου έχω μια απίστευτη επιθυμία να σε κάνω να μη με ξεχάσεις ποτέ. Οι ώρες κυλούν μία έτσι μία αλλιώς. Μια τρέχω στο σαλόνι να τις προλάβω, μια κάθονται δίπλα μου και δε περνούν ποτέ μπροστά από τα μάτια μου. Οι ώρες λιγοστεύουν μια προς όφελος μου μια εις βάρος μου. Και μερικές ανασφάλειες στέκονται στις παρανυχίδες μου και τσούζουν. Πέφτω στην παγίδα της παρόρμησης και κάνω σενάρια. Πάλι. Λες και δε ξέρω πως όσα και να σκεφτώ  τίποτα δε θα είναι όπως το σκέφτομαι. Χίλια σενάρια. Αλλά ξέρω… θα είναι το χιλιοστό πρώτο. Κολλάει το μυαλό μου σε μια εικόνα κι έπειτα καίγεται η ταινία κι έπειτα την πετάω και πιάνω καινούρια. Άπειρα χιλιόμετρα ταινιών και πάλι μυαλό δε βάζω. Αλλά με προτιμώ άμυαλη. Είμαι πιο ελεύθερη. Μια ζωή θυμάμαι όλοι να μου λένε να βάλω μυαλό. Και έβαλα το δικό τους. Και τότε έπαψα να υπάρχω. Μέχρι που αποφάσισα να αλλάξω μυαλό. Αλλά έπρεπε πρώτα να κόψω το κεφάλι μου. Και καλά που το έκανα και τώρα πια υπάρχει άπλετος χώρος να ζεις μέσα του ανενόχλητος. Να κάνεις σβούρες, να παίζεις με τις σκέψεις και τα όνειρά μου, και ναι σου το επιτρέπω αν θες, δεν έχω πρόβλημα. Απολαμβάνω κάθε σβούρα σου ακόμα και όταν μου φέρνει ίλιγγο η σκέψη σου και λιποθυμώ. Και είμαι περίεργη… θα με πιάσεις; Μη με φιλήσεις μόνο τότε. Θα είμαι λιπόθυμη και δε θα το καταλάβω. Και είναι η αυτοάμυνά μου αυτή. Γιατί  αν το καταλάβω, μετά μπορεί και να μη ξυπνήσω ποτέ. Και αν δε ξυπνήσω, θα πρέπει να έρχεσαι κάθε μέρα και να μου λες να ξυπνήσω. Και αν το κάνω και διαπιστώσω πως υπάρχεις, τότε θα σιγουρευτώ πως…


25.2.11

pulchritudinem


Έχω μια θλίψη καρφωμένη πάνω στις βλεφαρίδες μου. Σήμερα όποιος με ρωτήσει τι κάνω θα του πω ψέματα. Θα ανοίξω τη ντουλάπα και θα φορέσω ένα από τα πιο λαμπερά χαμόγελά μου. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και αναρωτιέμαι πόσο χρονών ήμουν όταν συνέβη αυτό για πρώτη φορά. Εικοσιένα; Είκοσι δύο;  Το πολύ. Κι εκ τότε; Αιώνες… οι βλεφαρίδες μου είναι σφιχτά αγκαλιασμένες η μία με την άλλη κι έτσι τα κοκκινωπά μάτια μου μοιάζουν να έχουν τέσσερις παχιές βλεφαρίδες πάνω και δυο κάτω. Οι λευκοί βολβοί μου έχουν αποκτήσει μικρά αγγεία που αν τα πουλήσεις μπορείς να κάνεις λαθρεμπόριο και να γίνεις πλούσιος. Επίσης μπορείς να τα δωρίσεις και να μεταγγιστούν καμία δωδεκαριά άνθρωποι. Αλλά όλα αυτά εσύ. Είναι ιδέες για σένα. Εγώ τα κρατάω γιατί μερικές φορές αιμορραγώ και τις χρειάζομαι.
Το πρόσωπό μου είναι άπλυτο κι ας ξύπνησα εδώ και ώρα. Δε σηκώθηκα από το κρεβάτι μου πάρα μόνο για να τα απαραίτητα για να γράψω.  Τα δάκρυά μου κυλούν πάνω στο πρόσωπο και αφήνουν στίγματα από το μολύβι που κατοικούσε στο πάνω κι έξω βλέφαρό μου. Τα νιώθω αλμυρά και μου καίνε το δέρμα. Τα νιώθω πηχτά σαν σιρόπι, κυλούν αργά και με τάξη. Και το ταξίδι από την εξ άκρη του ματιού μέχρι το μάγουλο μου και τελικά στο χέρι μου κρατάει αιώνες. Δεν έβρεξε εδώ. Σταγόνα δεν έριξε. Κι εγώ κράτησα πολύ νερό από τις προηγούμενες βροχοπτώσεις. Δε γινόταν να μη βγάλω βροχή στο μαξιλάρι μου…
Νομίζω πως δε χρειάζεται να πω παραπάνω…  στις 09.49 έριξα το πρώτο χαμόγελο της μέρας. Είσαι μια μαγική αιτία για να μου συμβαίνουν τα πιο όμορφα πράγματα… και αν καμιά φορά γίνεσαι η αιτία να κλαίω, μη στεναχωρηθείς καθόλου και ποτέ σου. μπορώ να είμαι όμορφα και μέσα σε αυτό..  ακόμα και όταν σπαράζω μπορώ να βρω ομορφια... 
Σ’ ευχαριστώ...

24.2.11

5678,45%


Το σώμα μου ακολουθούν αλλεπάλληλες ανάσες κι έπειτα μερικά  ‘‘Σςςςςςς’’ πάνω σε πνιγμένα ‘‘Ναι...’’ κοφτά και γρήγορα. Κι έπειτα το ίδιο σκηνικό τα φώτα κλειστά, η πόρτα ανοίγει, νιώθω αλλιώς αυτό το δωμάτιο χρόνια το συναντώ αλλά πρώτη φορά έτσι και τώρα δε ξέρω, νιώθω δέος και οι τοίχοι πάλι είναι στενοί και πάλι τους φυσώ να πέσουν αλλά δε φτάνει μόνο η ανάσα μου πρέπει να βογκήξω δυνατά.  Τα χέρια μου διεισδύουν  σε κάποιο Όνειρο, Ονείρεμα, Φαντασίωση, αλλόκοτη, υπέροχη πραγματικότητα και σε αγγίζουν τόσο δυνατά που χάνομαι και επιλέγω να μείνω χαμένη στο κενό. Προσπαθώ να διακρίνω τη διαφορά της υποκειμενικότητας και της επιθυμίας και κρέμομαι μετέωρη ανάμεσα σε ορισμούς που τελικά δε με νοιάζουν γιατί έχω εσένα μέσα μου και αυτό είναι το μόνο που με νοιάζει. Να πιάνεις το στήθος μου και με το άλλο σου το χέρι να μου κλείνεις το στόμα –Σςςςςς κορίτσι μου- κι εγώ να ανοίγω τα μάτια και να τα κλείνω ξανά ανήμπορη να αντισταθώ στο χάσιμο της στιγμής και τώρα πια την άπνοιά σου την κατάπιε η ηδονή μου και μπορώ να ακούω τις ανάσες σου να σκάνε σαν κύματα στο πρόσωπό μου, κι έπειτα με κοιτάς κατάματα κι έπειτα το χέρι σου στο στόμα μου χαλαρώνει και –Μη φωνάζεις κορίτσι μου- και τώρα πια βάζω το δικό μου το χέρι στο στόμα και η φλέβα απο το λαιμό μου ξεριζώνεται και ριζώνει ανάμεσα στα πόδια μου και χτυπάει ρυθμικά κι εσύ καταλαβαίνεις, καταλαβαίνεις πως σε λίγο θα εκραγώ, βρίσκεσαι κάπου ανάμεσα στη λεκάνη και τους μηρούς μου και αυτό είναι το μόνο που με νοιάζει και –πιο σιγά μωρό μου, θέλω κι άλλο- από τα μάτια μου κατευθείαν στο μυαλό σου -με πονάς- και οι ρυθμοί σου ηρεμούν και μου χαμογελάς και σου χαμογελώ κι εγώ μέχρι και πάλι να σουφρώσω τα φρύδια μου, να μικρύνω τα μάτια μου να τεντώσω το κορμί μου και σε κοιτώ και ανασαίνουμε βαθιά αλλά χαμογελάμε ο ένας στον άλλο και νιώθεις πως θέλω να σπάσω το ταβάνι αλλά δε ξέρω πώς να σπάσω το μπετόν για να βρεθώ στα σύννεφα που κι εκείνα είναι έτοιμα να βρέξουν σήμερα και θα ρίξουν όλες της ηδονές μας πίσω στη Γη κι εγώ ντρέπομαι, πόσο ντρέπομαι, και όχι δε ντρέπομαι όταν τα κάνω, ντρέπομαι όταν τα σκέφτομαι γιατί η τελειότητα δεν είναι υποκειμενική κι εγώ ατελής είχα την τιμή και το θράσος να την κρατήσω στα χέρια μου, και ναι, ντρέπομαι γι αυτό. Θέλω να είμαι μαζί σου, να εισχωρώ μέσα σου μέχρι τα κορμιά μας να μην αντέχουν άλλο. Για πόσο; Δε ξέρω.. είμαστε αέρας

22.2.11

*&(


Ορκίστηκα πως δε θα σου απαντήσω. Πήρα το κινητό στα χέρια μου, και το πέταξα στην άλλη άκρη του δωματίου, να μη το βλέπω να μη το ακούω να μην υπάρχει, να μην υπάρχεις κι εσύ. Η μουσική ροκάρει τρελά είναι καταμεσήμερο, έχω κλείσει τα πατζούρια είναι θεοσκότεινα αλλά όχι όπως τις άλλες φορές, σήμερα είναι αλλιώς- μη με ρωτάς πως αλλιώς ξέρεις εσύ- δε βλέπω πέρα από τη σκιά μου, χορεύω, ιδρώνω και δε ξέρω αν τα μάτια μου κλαίνε ή ιδρώνουν κι εγώ θα πω πως ιδρώνουν για να πω ψέματα στον εαυτό μου άλλη μια φορά για να μη πονάει. Η μουσική γίνεται εντονότερη, οι ρυθμοί μου ακόμα περισσότερο, η καρδιά μου διαμαρτύρεται αλλά εγώ πεισματικά σε σένα καρδιά μου θα λείψω. Και θα κρυφτώ καλά να μη με βρεις πάρα μόνο αν το θελήσω. Κρύβομαι από τα μάτια μου και οι κόρες μου διαστέλλονται και με ψάχνουν αλλά ο εαυτός μου ξέρει να ξεγλιστρά χωρίς ίχνος. Φοβήθηκα για μια στιγμή τις πατημασιές στα αίματα, αλλά είναι καλά εκπαιδευμένος, δεν αφήνει ίχνη, όχι δεν αφήνει, χάνεται, κρύβεται, δεν αφήνει ίχνη, όχι δεν αφήνει. Το στομάχι μου δε πεινάει, η όρεξή μου έπιασε πάτο, ούτε γλυκό δε θέλω πια να φάω, νιώθω πως κατεβάζω κώνιο στον οισοφάγο μου. Το κορμί μου έγινε πέντε κιλά ελαφρύτερο και τώρα πια δε μου αρέσει.  Στα είκοσι τρία μου είχα πει ‘‘ποτέ ξανά έτσι, ποτέ ξανά’’ και η υπόσχεση μου κράτησε δέκα χρόνια παρά εννιά μήνες και ίσως οι εννιά μήνες ήταν οι μήνες της κύησής σου πριν έρθεις στη ζωή μου. Και πάνω που είχα πει πως πέρασε η περίοδος επώασης της πληγής, ακόμα και στον καρκίνο δέκα χρόνια δίνουν για να περάσεις από το ένα στάδιο στο άλλο, με πρόδωσες λίγο πριν  ο αλέκτωρ λαλήσει δεκατρείς και πιάστηκα.
Δε ξέρω, δε σε εντοπίζω σήμερα σου το είπα και πριν… δε ξέρω πόσες ζωές πέρασαν από την ώρα που σου το είπα και μπορεί να είμαι υπερβολική, ναι μπορεί να είμαι, κι έτσι κάνουν τα κορίτσια, αλλά η ζωή μου κυλάει σε άλλους ρυθμούς. Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το χρώμα της νύχτας, τότε που ξυπνούν τα πλάσματα του Ουρανού και της Γης, θυμάσαι; Πες μου, θυμάσαι;
Θέλω να φύγω, να φύγω, να φύγω, να τρέξω κάπου αλλού, να κρυφτώ από τον εαυτό μου κυρίως, κυρίως αυτός μου φταίει  βασικά,  αλλά βασικά δε φταίει, εγώ φταίω. Και η αλήθεια είναι πως όσα χρόνια σε περίμενα δε μπορούσα να φανταστώ ούτε μια στιγμή πως θα μπορούσα να είμαι μαζί σου. Και σου είπα πως αν ποτέ σου πω να κάνεις πως δεν άκουσες, δεν άκουσες, ακούς; Και η αλήθεια επίσης είναι πως η ζωή μου άλλαξε μαζί σου. Η ζωή μου έγινε ζωντανή και δε μπορώ πέρα από το να σ’ ευγνωμονώ γι αυτό…
Ορκίστηκα πως δε θα σου απαντήσω… αλλά ποτέ δε μπορούσα να κρατήσω όρκους που δίνει το μυαλό μου χωρίς να λογαριάζει την καρδιά μου…

Σ’ αγαπάω. Το ακούς ρε γαμώτο ή μόνη μου μιλάω;

15.2.11

(*&^^

Είδα στον ύπνο μου πως ήμασταν σε ένα δωμάτιο λευκό. Δεν είχε πολλά έπιπλα και κουρτίνες ή αν είχε ήταν λευκά επίσης και δε μπορούσα να τα ξεχωρίσω από τους τοίχους.
 είδα πως δε βλέπαμε, πως είχαμε τα μάτια μας κλειστά και προσπαθούσαμε ο ένας να καταλάβει τον άλλο μέσω της αίσθησης της αφής...
 καθόμουν γυμνή απέναντι από σένα που ήσουν γυμνός ο καθένας πάνω στα γόνατα του και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε με τις ρόγες των δάκτυλων μας τις γωνίες μας, το σχήμα των χειλιών, το μέγεθος των ώμων μας, το σχήμα τους, το στήθος, την κοιλιά τους μηρούς...
 έπειτα ο ένας άπλωσε τα χεριά στον άλλο, κι ενώ δε βλέπαμε οι κινήσεις γινόντουσαν ταυτόχρονα....
 Κι έπειτα όλα απαλύναν....
Γονατιστή ήρθα ακόμα πιο πολύ κοντά σου και με τα μάτια κλειστά ήρθα και κάθισα από πάνω σου και τύλιξα τα πόδια μου γύρω από τη μέση σου. Σε αγκάλιασα σφιχτά κι έβαλα το πρόσωπό σου στο στήθος μου και με τα χέρια μου σου έπιανα το κεφάλι κι ακουμπούσα πάνω στο κεφάλι σου το δικό μου το κεφάλι. Άρχισα απαλά να κάθομαι πάνω σου, πολύ απαλά, σε φιλούσα θυμάμαι, με τα μάτια κλειστά και συνέχισα να κάθομαι πάνω σου απαλά, σου φιλούσα το στόμα πιάνοντάς σου το πρόσωπο, άρχισα να λαχανιάζω και να ιδρώνω, τεντώθηκε το κορμί μου προς τα πίσω, είχα αρχίσει να σε φιλάω και όσο η ώρα περνούσε τόσο δεν ήθελα να φύγω από πάνω σου, άρχισα να αφήνω μικρές κραυγές πάνω σου, κοντά στον λοβό του αυτιού σου, άρχισα να κάθομαι πάνω σου λιγότερο απαλά, όλο και πιο έντονα, το δωμάτιο άλλαξε χρώμα αλλά δε ξέρω τι χρώμα γινόταν, δεν είχα χρόνο για να δω και αυτό και τότε άνοιξα τα μάτια μου και σε κοίταξα μέσα στα μάτια σου και φωτιές πεταγόντουσαν και οι φλόγες του ενός καίγανε τις φλόγες του άλλου κι έπειτα σε ξάπλωσα και ήρθα από πάνω σου, έσκυψα στο πρόσωπό σου, μιλούσαμε κατευθείαν  ο ένας στο μυαλό του άλλου και λέγαμε κάτι που έμοιαζε με:
-Άργησα… 
-Μάλλον εγώ ήρθα νωρίς…
Και δεν έχω ιδέα τι είδους στιχομυθία ήταν αυτή, κι έπειτα με γύρισες ανάσκελα και ήρθες από πάνω μου κι εγώ έμπλεξα τα πόδια μου στα δικά σου κι έπειτα άρχισες να μπαινοβγαίνεις μέσα μου ρυθμικά, κι εγώ σου έλεγα, ‘‘κι άλλο μωρό μου’’ κι εσύ μου έλεγες ‘‘…κι άλλο….’’ κι έπειτα άρχισε ο ιδρώτας να πέφτει στα μάτια σου και να τα κάνει να μοιάζουν δακρυσμένα κι έπεφταν οι σταγόνες μέσα στα δικά μου μάτια και μου έλεγες
-Μη κλαις…
-Δε κλαίω… βροχή είναι…
-Δε θα φύγεις….
-Δε θα φύγω….
Αλλά κάτι σαν να ξέραμε και οι δύο….
Κάτι που εγώ τουλάχιστον δεν έμαθα χτες το βράδυ…
Άρχισα να βογκάω δυνατά να κρατάω με το ζόρι ανοιχτά τα μάτια μου για να κρατήσω την εικόνα σου την στιγμή του οργασμού σου, και σε κοιτούσα στα μάτια και σου έλεγα ‘‘ Πιο δυνατά μωρό μου… πιο δυνατά….’’ Και τότε τεντώθηκες ολόκληρος μέσα μου και ούρλιαξες κι εγώ κρατούσα την εικόνα σου και άφησα τη μέση μου να διπλωθεί και ξαφνικά το κορμί μου άρχισε να τρέμει στα χεριά σου και οι σπασμοί του κόλπου μου πάνω σου, σου φανέρωσαν τη πιο μαγική στιγμή του ονείρου…

14.2.11

^%^

Χτες ένιωθα καυτή την ανάσα στο λαιμό μου να κόβει βόλτες από  τις φωνητικές μου χορδές ως τα δάχτυλα και από εκεί βαθιά στα σπλάχνα μου. Τα χέρια μου έπιαναν τα δάχτυλά σου και τα δικά στου άφηναν τα δικά μου και εισχωρούσαν μέσα μου χωρίς δεύτερη κουβέντα. Τα μάτια μου έκλειναν, το κορμί μου από ευθεία γινόταν καμπύλη, η φωνή μου πνιγόταν κι εσύ συνέχιζες να είσαι μέσα μου ανελέητα. Το δεξί  χέρι σου χάιδεψε το πρόσωπό μου, το αριστερό σου έπιανε το στήθος μου ο λαιμός μου κόντευε να σπάσει γιατί το κεφάλι μου ήταν πίσω, όλο και πιο πίσω. Η λεκάνη μου ήταν κολλημένη κάτω απ’ τη δική σου τα πόδια μου ήταν δεμένα πάνω της τα χέρια μου σκουντούσαν τον τοίχο να πέσει γιατί ο χώρος ήταν μικροσκοπικός για τέτοιες στιγμές ύπαρξης.  Γύρισα μπρούμυτα, ήρθες από πίσω μου, φιλούσες την πλάτη μου, έπιανες τους γλουτούς μου κι  εγώ δε τολμούσα να ανοίξω τα μάτια μου μην τυχόν και η στιγμή χαθεί και προσπαθούσα να καταλάβω πως μπαινοέβγαινες μέσα μου κρατώντας την ανάσα σου. Πως ο οργασμός σου ήταν σε άπνοια. Και πως η άπνοια σε κρατούσε ολοζώντανο μέσα μου…
Ένιωθα τα χέρια σου να γλιστρούν  ανάμεσα στα πόδια μου, τα χείλη μου να κρύβονται ανάμεσα στα δικά σου, τα δάχτυλα να μπλέκονται τόσο που δε ξεχώριζα τα δικά σου από τα δικά μου, παρά μόνο όταν σου τα έγλυφα καθώς καθόμουν πάνω σου κι από εκεί μέσα σου. Απορείς; Δε ξέρω αλλά θέλω να σε ρουφήξω ολόκληρο, να σε καταπιώ κι έπειτα να σε αποθηκεύσω στις αποθήκες ηδονής στο σώμα μου. Θέλω να μείνεις εκεί και κάθε που μου λείπεις να βγάζω μερικές σταγόνες σου να δροσίζω το καυτό κορμί μου και να τις αναπληρώνω στους επόμενους οργασμούς σου. Θέλω να εξατμίζεσαι μέσα μου κι έπειτα να γίνεσαι σταγόνα πάνω μου. Θέλω τα αποτυπώματά των δακτύλων σου βαθιά μέσα μου έτσι ώστε να σε αναγνωρίζω ακόμα και όταν λείπεις. Θέλω τα χείλη μου να αφήσουν κοκκινάδια στους μηρούς σου για να μη με ξεχάσεις ποτέ. Θέλω να γλύψω τη ραχοκοκαλιά σου κι έπειτα να αφήσω μια ανάσα να κατοικήσει εκεί στην υγρή και βροχερή πολιτεία της πλάτης σου. Θέλω να μετρήσω με τη γλώσσα μου μία μία τις πλευρές σου κι έπειτα να ψηλαφίσω τους σπονδύλους σου με τις άκρες των δακτύλων μου. Θέλω να νιώθω το ρίγος να σεργιανάει σε όλο σου το σώμα και να δροσίζει το κορμί μου όσο εκείνο θα καίγεται πάνω στα σεντόνια κι έτσι θα ιδρώνω και ποτέ δε θα ξεποτιστώ από αυτά. Τα σεντόνια έχουν μνήμη. Δε με πιστεύεις; Θα δεις την επόμενη φορά που θα μπεις μέσα μου πως θα σε αγκαλιάσουν…..

11.2.11

*&**

...ακόμα λείπεις και ο χρόνος κυλάει ασταμάτητος και είναι κολλημένος ταυτόχρονα και με πνίγει, και κυλάει τις στιγμές που έχει ο ένας να αφιερώσει στον άλλο και κολλάει τις στιγμές που γεμίζουν απουσία κι εγώ κάθομαι στον καναπέ και σηκώνομαι και πηγαίνω στον άλλο καναπέ και από εκεί στο σαλόνι και όλο πίσω και μετράω τα λεπτά που φεύγουν ταυτόχρονα με τα λεπτά που δε φεύγουν και ψάχνω νικητές και νικημένους και ακόμα δε μπορώ να βγάλω σκορ, ίσως γιατί το παιγνίδι είναι στημένο κι εσύ δε θα γυρίσεις πιο νωρίς από το προκαθορισμένο κι εγώ σπάω τα ξύλα στο τζάκι και βλαστημώ που νιώθω έτσι και χαίρομαι που νιώθω έτσι και πονώ που νιώθω έτσι και χαίρομαι που νιώθω έτσι και που νιώθω έτσι οι αφορμές είναι γνώστες αλλά οι αιτίες όχι και άντε να τις βρεις, να τις βρεις εκεί που είναι καλά κρυμμένες και δεν έχω όρεξη να βρω τις κρυψώνες τους, όχι άλλα παιχνίδια κρυφτού, το αποφάσισα σήμερα που ξύπνησα και μάλλον από χτες που κοιμήθηκα αλλιώς, πως αλλιώς δε ξέρω, αλλιώς ήταν, και πάντα θα είναι, δε ξέρω μη με ρωτάς, δεν είναι ώρα για ερωτήσεις, δεν έχω απαντήσεις γι αυτό, και αν έχω ποτέ πρώτα θα τις πω στον εαυτό μου και ύστερα σε σένα αν είσαι ακόμα εδώ να ακούσεις, να ακούσεις τη φωνή μέσα από τις λέξεις, να ακούσεις τις λέξεις μέσα από τη φωνή, και μη νομίζεις πως ξέρω τί λέω, πως ξέρω τί γραφώ, προσπαθώ να παρατηρήσω τα δάχτυλα μου και ακόμα κι αυτά δε μπορώ να δω γιατί τρέχουν, πιο γρήγορα από τις σκέψεις μου πιο γρήγορα από τις λέξεις που σχηματίζονται στο μυαλό μου και προσπαθώ να βάλω μια τελεία, μα που διάολο είναι η τελεία στο πληκτρολόγιο, σταμάτησέ με, σταμάτησε με σε παρακαλώ, πες μου ότι βαρέθηκες να με ακούς μπας και τα δάχτυλα σταματήσουν έστω και σε μια λέξη που δεν έχει τελειώσει, άλλωστε μου αρέσουν μερικές φορές τα μισοτελειωμένα, δημιουργούν ένα αίσθημα φαντασίας κι ελπίδας πως τίποτα τέλειωσε ακόμα ενώ τα τελειωμένα είναι καθεστώς και ανέλπιστα και-σταματά με σε παρακαλώ- περιμένω να δω τα μάτια σου ακόμα ένα βραδύ όπως χτες που.............
...
αυτά...
-......που; Εϊ συνέχισε, μη κόβεις τα κείμενα σου, μάλλον τις σκέψεις, θα ήταν πιο σωστό
-χτες που σε είχα στην αγκαλιά μου και έκλεβα τα όνειρα σου και τα έκανα δικά μου και σου ζητώ συγγνώμη για την κλεψιά αλλά δεν άντεξα στον πειρασμό κι ένωσα τα όνειρα μου με τα δικά σου και έκανα τα δικά σου δικά μου και να ήξερες χτες πόσο πολύ ήθελα να(...), τόσο που ντρέπομαι και τώρα που σου μιλώ να σου εξηγήσω, ντρέπομαι που με ακούς, ντρέπομαι που δε με ακούς, παίρνω βαθιά ανάσα και με μια από αυτές συνεχίζω να σου γραφώ και να σου γραφώ και να σου γραφώ και δε ξέρω που πρέπει να βάλω τελεία δε ξέρω που είναι το όριο, δε ξέρω πάνω σε ποιον τοίχο θα σπάσω τα μούτρα μου άλλα δε με πειράζει και δε με πειράζει γιατί ξέρω πως αν ματώσουν τα μάτια μου θα είμαι τυχερή που ακόμα μπορώ και νιώθω κι αγαπάω κι ερωτεύομαι, ερωτεύομαι, ερωτεύομαι, κάθε λεπτό περισσότερο, κάθε στιγμή που περνάει και ξέρω πως είμαι σαν μια χαζή ερωτευμένη έφηβη αλλά δε με νοιάζουν οι κριτικές και όση ώρα κάνω ερωτική εξομολόγηση δακρύζω για όλα όσα βγαίνουν από το στόμα μου άλλα δε φτάνουν μέχρι τα ακροδάχτυλα μου να σου τα γράψω γιατί ντρέπομαι, και τώρα που τίποτα δεν υπάρχει να κρύψει τη γύμνια μου, ούτε ένα φανελάκι να κρύψει το γυμνό στήθος μου θέλω να...
-Να;
-...να βογκήξω μέχρι να ακουστώ στο Σύμπαν.........................