8.8.11

Καβουρότρυπες


-Κοιμήσου όμως εσύ ναι; Και θα έρθω κι εγώ σε λίγο….
-Εντάξει…
Είσαι γυμνή. Και ξαπλώνεις ανάσκελα κι εγώ πάνω στο στήθος σου ακουμπισμένη να μετράω τις ανάσες του οργασμού σου. Λίγο πριν τις διακόσιες ηρεμείς κι εγώ αποκοιμιέμαι. Δε ξέρω που θα έρθω να ξαπλώσω απόψε. Η γύμνια μου είναι μισή χωρίς τη δική σου, τα πόδια μου τρέμουν και οι παλάμες μου ιδρώνουν, η αφή ιδρώνει κι αυτή. Αν δε σε ονειρευτώ απόψε, θα ιδρώσει και η όρασή μου και τα μάτια μου θα ρίχνουν ασταμάτητα καταιγίδες μέχρι τις αρχές Οκτώβρη που τότε όλοι θα το ονομάσουν πρωτοβρόχι.
-Τα πάντα μαζί σου έχουν ένταση.
-Και είναι κακό ή καλό αυτό;
-Μου λείπεις έντονα… κι αυτό είναι κακό…
Προσπάθησα να χωρέσω μια ζωή μέσα σε επτά μέρες αργίας. Βιαστικές και λιγοστές. Ξέρω, είμαι φριχτή στο να διαβάζω δυνατά κόμιξ, υπόσχομαι όμως πως είμαι καλύτερη στο να διαβάζω παραμύθια. Και όταν έρθει η ώρα θα το δεις. Θα σε ξεντύνω και πριν κοιμηθείς θα γεμίζω τη μπανιέρα μέχρι να μου τραβήξεις το δάχτυλο ανάμεσα από τα πόδια σου. Αναγνωρίζω σιγά σιγά τους πνιχτούς και αθόρυβους οργασμούς σου. Κι έπειτα θα παίζουμε το παιχνίδι με τις μπουρμπουλήθρες. Κι έπειτα θα παραμυθιάζω τις βλεφαρίδες σου κι εκείνες θα γίνονται εκατό τόνους η κάθε μια και θα βαραίνουν τα βλέφαρά σου. Κι εγώ θα κρύβομαι σε κάθε κόγχη ξεχωριστά, μια στο ένα μάτι, μια στο άλλο, για να δω από ποια μεριά με βολεύει να με ονειρευτείς.
-Έτσι θέλω να είναι η ζωή μας. Όπως αυτή η βδομάδα που πέρασε…
-Δε θα είναι έτσι. Θα είναι καλύτερη. Θα είναι πιο Ζωή…
Θέλω να πέσω στα γόνατα και να κλάψω με λυγμό. Θέλω να φύγει η σιωπή από μέσα μου και ύστερα να σωπάσω. Να μπορέσω να σου σωπάσω πως ο έρωτας μαζί σου δεν αγγίζει σε προχειρότητα ούτε την πιο τέλεια πρόχειρη συνουσία πριν από το μηδέν. Είναι α-πρόχειρος. Έχει δάχτυλα ενωμένα που μπαινοβγαίνουν μέσα μου δυνατά, έχει σάλιο πάνω στις ρώγες σου, έχει απαλά χάδια -πιο απαλά μικρή μου- ανάμεσα στα πόδια μου, έχει σάλιο ανάμεσα στα δικά σου. Ο Έρωτας μαζί σου είναι α- πρόχειρος. Όπως και κάθε μας συναίσθημα.
Όταν κλείνω τα μάτια μου ξεχνιέμαι στην πολύχρωμη μυρωδιά σου. Οι άνθρωποι που είναι μονοδιάστατοι δεν έχουν χρώμα. Το είχα γράψει στην πόρτα της τουαλέτας που πήγες μετά από μένα. Δε ξέρω αν το είδες. Ήθελα να συστήσω τον πολυδιάστατο ήχο σου στ’ αυτιά μου. Ανασαίνεις τόσο βαριά μέσα μου που παίρνω βάρος ασταμάτητα και για αντίποινα το σώμα μου, μου στερεί το δικό σου και νιώθω δυστυχία.
-Είναι απτή. Μπορώ να σου την περιγράψω αν θες…
-Δείξε μου…
-Έχει αίσθηση υαλόχαρτου. Σκληρού. Πιάνω το σώμα μου και γρατζουνιέμαι. Έχει γεύση χθεσινού σβησμένου τσιγάρου που άναψες το επόμενο πρωί μόλις άνοιξες τα μάτια σου. Και χρώμα θολό. Τόσο θολό που δε μπορώ να δω τι υπάρχει πέρα από αυτή. Έτσι το μόνο που μου μένει είναι αυτή…
Πάρε με από τη Γη, ρίξε μου δυο σταγόνες βροχής και πλάσε με. Όπως θες εσύ. Κι έπειτα φύσα με. Κι έπειτα δώσε μου όνομα. Κι έπειτα κάνε μου Έρωτα σε κοινή θέα. Κι έπειτα φίλα με στη θάλασσα για πρώτη φορά στη ζωή μας. Εγώ από κάτω. Εσύ από πάνω. Κι εγώ θα ανοίγω τα πόδια μου για να καθίσω πάνω στα δικά σου μόνο και μόνο για να σου βγάλω τα φρύδια σου. Και το άθλιο τσιμπιδάκι που αγοράσαμε, μου το φόρτωσες τελικά...





Τριγυρίζω επίτηδες στη σκέψη σου για να μη ξεχάσεις τη μυρωδιά μου…
 Μ