28.3.11

audire


-Σςςς
-Άκου...
-Γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί  πρέπει να μου λείπεις περισσότερο;

Χτες έκανα τον πιο όμορφο Έρωτα στο κορμί σου… Ξέρω πως θα μου πεις πως κάθε φορά το ίδιο σου λέω αλλά κάθε φορά το ίδιο βιώνω… μεσάνυχτα, στην απαρχή της καινούριας μέρας ένιωθα τα χέρια σου να κυλούν πάνω μου, να δένονται στον λαιμό μου, να φιλώ το στόμα σου, να γλιστρούν τα χέρια σου μέσα στο κορμί μου, να γίνομαι λάβα, να αφήνω αναστεναγμούς στο πρόσωπό σου, να κοιτάς το δικό μου πως συσπάται, να γίνομαι υγρή, να γίνομαι ολόκληρη μια ζεστή υγρασία, να φιλάς τις ρώγες μου, να φιλάω το στήθος σου, να πιάνεις τα χέρια μου με το ένα σου χέρι, να παραδίνομαι στο σώμα σου, να παραδίνεσαι στα χέρια μου, να μπαίνεις μέσα μου απαλά, να τεντώνω το κορμί μου, να μπαίνεις πιο βαθιά μέσα του, να σου χαμογελώ πονηρά και παιχνιδιάρικα για μια στιγμή κι εσύ να μπαίνεις πιο δυνατά κι εγώ να αφήνω μια κραυγή στον λαιμό σου και μερικές γρατζουνιές στην πλάτη σου. Να μου πιάνεις τη λεκάνη, να μπαίνεις βαθύτερα κι εγώ να χάνομαι, να τυλίγω τα πόδια μου γύρω από τη μέση σου κι έπειτα το ένα πόδι μου να φτάνει στην πλάτη σου και το άλλο να φτάνει στον λαιμό σου κι εσύ να μπαινοβγαίνεις βαθιά μέσα μου δυνατά και γρήγορα και ρυθμικά κι εγώ να ιδρώνω κι εσύ να ιδρώνεις κι εγώ να κοιτάζω τα μάτια σου, κι εσύ να προσπαθείς να διακρίνεις τις κόρες των ματιών μου αλλά να μη μπορείς κι εγώ να πλησιάζω τις δικές σου και να με ρουφάνε μέσα τους κι εσύ να μπαινοβγαίνεις πιο έντονα κι εγώ να έχω σηκωθεί και να ακουμπάω στους αγκώνες μου και να ανασαίνω κατευθείαν μέσα στο στόμα σου. Να πέφτει ο ιδρώτας σου στο πρόσωπό μου και να στάζεις, να στάζεις ολόκληρος κι εγώ να βγάζω το γλώσσα μου και να γλύφω τα χείλη μου να πάρω τη γεύση της σταγόνας του ιδρώτα σου και να υπάρχεις τόσο ζωντανός μέσα μου που σε νιώθω σε όλα τα τοιχώματα του κορμιού μου και σε εγκλωβίζω εκεί. Γίνεσαι πιο σκληρός από πριν, η αίσθηση σου με τρελαίνει, γέρνω το κεφάλι μου πίσω, θέλω να ουρλιάξω, ουρλιάζω, σηκώνω τα μάτια μου απέναντι από τα δικά σου, νιώθω να είναι άγρια αυτή τη στιγμή, μπαινοβγαίνεις μέσα μου ασταμάτητα και άρρυθμα, γίνεσαι ακόμα πιο σκληρός, μικραίνω τα μάτια μου, συνοφρυώνομαι, τεντώνεις το κορμί σου μέσα μου, χύνεσαι ολόκληρος, οι φλέβες μου σπάνε στο λαιμό μου, ουρλιάζω και μερικά «Σςςςςςς» και σε νιώθω να κυλάς μέσα μου… μένεις για λίγο πάνω μου… οι ιδρώτες μας ενώνονται… έχεις το κεφάλι σου στον λαιμό μου και ανασαίνεις γρήγορα… προσπαθείς να ξελαχανιάσεις και προσπαθώ να ξελαχανιάσω κι εγώ.. ο ένας δίπλα στο αυτί του άλλου… μου φιλάς τον λαιμό κι εγώ σου χαμογελώ. Φιλάω το στόμα σου και σου λέω ‘‘Ευχαριστώ’’ με τα χείλη μου. Το κορμί μου είναι ευγνώμων για κάθε στιγμή που υπάρχεις μέσα του…
Έτσι όπως ήμασταν γυμνοί κοιμηθήκαμε ο ένας δίπλα στον άλλο και πάνω στον άλλο και μέσα στον άλλο.. μου έπιανες τα χέρια και με ταξίδευες σε μέρη που δε ξέρω αν τα είδα τελικά. Σε ένιωθα να ξυπνάς στιγμιαία αλλά χωρίς να ανοίγεις τα μάτια σου και να με σφίγγεις πάνω σου. Να μου πιάνεις τα χέρια και να με κρατάς σφιχτά και να μη με αφήνεις, να μη με αφήνεις κι εγώ έπαιρνα ευτυχία κάθε φορά που μου έσφιγγες το κορμί μου μέσα σου. Κι έτσι κοιμήθηκα. Αλλιώς. Και απαλά. Και μερικές λέξεις κατά τη διάρκεια της νύχτας. Μοιάζουν με διάλογο. Λίγες και κοφτές. Από εκείνες που δηλώνουν σιγουριά χωρίς να υπάρχουν περιθώρια αμφισβήτησης.
-Δε θα φύγεις.
-Δε θα φύγω μικρό μου…
Κι έπειτα άλλαξες πλευρό. Κι άλλαξα κι εγώ. Και ήρθα από πίσω σου και σε τύλιξα μέσα στην αγκαλιά μου. Έβαλα το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια σου και κοιμήθηκα απαλά και τρυφερά. Και μια ανάσα σου ευχαρίστησης, τρυφερότητας και πληρότητας. Σε ένιωθα να χαμογελάς ευτυχισμένος. Δεν είχα ανοίξει τα μάτια μου. Αλλά σε έβλεπα ευτυχισμένο. Χαμογελούσε το πρόσωπό σου λες κι έβλεπες το πιο υπέροχο όνειρο του κόσμου! Λες και ήταν δικό σου το πιο όμορφο όνειρο του κόσμου! Ήταν δικό σου το πιο όμορφο όνειρο του κόσμου… γύρισες και πάλι κι έβαλες το πρόσωπό σου απέναντι από το δικό μου. Λύγισες τα πόδια σου και τα έβαλες ανάμεσα στα δικά μου τα λυγισμένα. Τα χέρια μου ήταν μέσα στα δικά σου μπροστά στο στήθος μας και ανάμεσα στα κορμιά μας. Άνοιξα τα μάτια μου για μια μόνο στιγμή. Σε κοίταξα στιγμιαία και χαμογέλασα. Τα έκλεισα ξανά…
Γύρισα πλευρό. Και με έβαλες εσύ μέσα σου. Το αριστερό σου το χέρι ήταν περασμένο κάτω από τον λαιμό μου και το δεξί σου ήταν περασμένο από πάνω μου και η παλάμη  σου κρατούσε το αριστερό μου στήθος. Το δεξί μου χέρι έπιανε το την αριστερή παλάμη σου από το χέρι που βρισκόταν κάτω από τον λαιμό μου. Μου έκλεινες μέσα στην παλάμη σου το στήθος μου κι εγώ δε φοβόμουν τίποτα πια. Ήμουν σίγουρη, ήμουν ασφαλής…
-Μ’ αγαπάς…
-Σ’ αγαπώ κορίτσι μου..
Κι ένα χαμόγελο σε έναν ύπνο διαφορετικό τρυφερό, υπέροχο. Λύγισα τα πόδια μου κι εσύ λύγισες τα δικά σου και τα ταίριαξες δίπλα τους. Σαν σχήματα απόλυτα ταιριασμένα τα κορμιά μας αποκοιμήθηκαν σε έναν ύπνο που όμοιό του δε θυμάμαι να έχω κάνει ξανά.
-Θα μ’ αγαπάς αύριο;
-Όλο και πιο πολύ…
Και το φως με ξύπνησε. Και σου είπα ψιθυριστά καλημέρα αλλά ξύπνησες. Και ήμουν ακόμα γυμνή κι ερωτευμένη από χτες και λες και δε μεσολάβησε η νύχτα, ήθελα τόσο πολύ να παίξω με το κορμί σου! Σου πείραξα το πρόσωπο μου έκανες γκριμάτσα, ακούμπησα στον αριστερό αγκώνα μου και σου φίλησα το στόμα. Άνοιξες τα μάτια σου και χαμογέλασες. Κι έτσι όπως ήμουν ακουμπισμένη στον αγκώνα μου έβαλα το χέρι μου κάτω από τα σκεπάσματα και ανάμεσα στα πόδια σου και σε χάιδεψα και σου χαμογέλασα εγώ. Έκλεισες τα μάτια σου και μου έβγαλες ένα μουρμουρητό απόλαυσης και μου χαμογελούσες με τα μάτια σου κλεισμένα.
-Σςςς...
Κι εγώ τύλιξα τα χέρια μου γύρω σου ανάμεσα στα πόδια σου και σε έπαιζα και σε απολάμβανα να μου χαμογελάς. Έσκυψα το κεφάλι μου πάνω από το δικό σου˙ δεν ήθελα να χάσω ούτε έναν σπασμό του προσώπου σου. Και σε χάιδευα απαλά, πολύ απαλά και μερικές φορές πιο γρήγορα μόνο και μόνο για να δω την αντίδραση του κορμιού σου και τα φρύδια σου να ενώνονται. Κι έπειτα ξανά απαλά και ρυθμικά.. κι έπειτα έντονα.. κι έπειτα χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα κι εσύ άνοιξες έκπληκτος τα μάτια σου και χάθηκα ανάμεσα στα πόδια σου. Σε έβαλα στο στόμα μου να σε απολαύσω ολόκληρο να σε φιλήσω, να καταπιώ όλη σου την ύπαρξη σαν να μην υπήρξες πριν από εκείνη τη στιγμή, σαν να μην υπάρχεις την επόμενη. Έκλεισες τα μάτια σου και έπιασες το κεφάλι μου και μου χάιδεψες τα μαλλιά. Μου ψιθύρισες πως μ’ αγαπάς αλλά το είπες τόσο διακεκομμένα που η ανάσα σου σε πρόδωσε και δεν έβγαλες ολόκληρη τη λέξη. Σε άκουγα να με απολαμβάνεις, σε έγλυφα συνέχεια, δεν ήθελα στιγμή να αφήσω το κορμί σου, ένιωθα τη μεγαλύτερη ικανοποίηση του κόσμου να σε βλέπω να τρέμεις, να μεγαλώνεις, να σκληραίνεις στο στόμα μου, ένιωθα η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου που μπορούσα να σε κάνω να νιώσεις έτσι, το στόμα μου σε ρουφούσε απαλά, τα χέρια σου τύλιγαν το κεφάλι μου, το κορμί σου ένιωθε τον ηλεκτρισμό και σε ένιωθα πως μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα θα τελείωνες για μένα άλλα με σταμάτησες, με σήκωσες, με έφερες στο στα χείλη σου και μου φίλησες το στόμα. Μου έπιασες το στήθος κι εγώ άνοιξα τα πόδια μου και κάθισα πάνω σου. Μπήκα μέσα σου κι άρχισα να κουνάω απαλά τη λεκάνη μου..
-Άκου...
Τέντωσα το κορμί μου προς τα πίσω κι εσύ μου έπιασες το στήθος και μου το έσφιξες. Σε κοίταξα στα μάτια, έσταζε το σώμα μου ανάμεσα στα πόδια μου, έγειρα το κορμί μου πάνω σου, έπιασα τα χέρια σου ψηλά πάνω από το κεφάλι σου, το στήθος μου ακουμπούσε πάνω στο δικό σου, σε φιλούσα, σε φιλούσα ατελείωτα, προσπαθούσα να σε χορτάσω μπαινόβγαινα μέσα σου γρήγορα, δε μπορούσα να φανταστώ πως το κορμί μου θα ακολουθούσε άλλους ρυθμούς, και πάλι σε ένιωθα όπως χτες να είσαι έτοιμος να τελειώσεις, ένιωθες τον κόλπο μου να κάνει σπασμωδικές κινήσεις πάνω σου, και μπαινόβγαινα πιο γρήγορα από πριν επιδιώκοντας να σε νιώσω και πάλι να τελειώνεις μέσα μου τη στιγμή που εγώ θα τελειώνω πάνω σου…
-Γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί  πρέπει να μου λείπεις περισσότερο;
-



23.3.11

21-15-2-15-18, 5-17-24-19-1-18, 16-15-11-15-18


Δεν είναι πως είμαι σκατάνθρωπος επειδή πληγώνομαι να σε μοιράζομαι… δεν είναι πως σε θέλω δικό μου, δικός μου δεν ήσουν ποτέ, δεν είσαι, δε θα γίνεις. Είναι που ο Έρωτας έχει κάνει τόπι το κεφάλι μου αλλά τι σου τα λέω, νομίζω πως ξέρεις τι εννοώ, τι λέω, τι νιώθω…το αναγνωρίζεις… κι επειδή ξέρω αυτό που αισθάνεσαι, είναι το ίδιο με αυτό που αισθάνομαι  κι εγώ, αποφάσισα πως δε θέλω να νιώθεις έτσι όπως νιώθω και γι αυτό πήρα τις αποφάσεις μου. Και μάλιστα χωρίς να νιώθω πως κάνω κάτι που δε θέλω. Δε μπορώ να αντέξω να νιώθεις σκατά εξ’ αιτίας μου…φοβάμαι… φοβάμαι πως μια μέρα δε θα το αντέξεις άλλο και θα φύγεις και μετά εγώ τι; Να τρέχω να τσιμεντάρω ρωγμές από καιρό ξεχαρβαλωμένες και μάλιστα εξ’ αιτίας μου; Και μετά; Θα έχει νόημα όλο αυτό; Θα έχει νόημα να τρέχω και να μη φτάνω; Και μετά; Πιστεύεις πως θα βρω το κουράγιο να με συγχωρήσω που σε έδιωξα, που σε πόνεσα που ενώ ήξερα σε άφηνα να πονάς; Πιστεύεις πως θα βρω τον τρόπο να πείσω τον εαυτό μου να βρει δικαιολογίες; Με ψέματα μπορώ να τον ξεγελάσω; Δε ξέρω.. μάλλον ναι στο παρελθόν το έχω καταφέρει, για το παρόν δε ξέρω, ίσως θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα ψέμα εξιλέωσης αλλά και πάλι η γνώση του ψέματος από μόνη της διαλύει. Δε θέλω ψέματα. Δε θέλω να κρύβω. Δε θέλω να κρύβομαι. Δε θέλω να μου κρύβουν. Το ψέμα λειτουργεί σαν την συμπόνια. Και η συμπόνια σαν τον οίκτο μερικές φορές. Και τότε διαλύεται το τάσι της ζυγαριάς της ισορροπίας και τότε διαλύονται όλα και τότε ο αέρας γίνεται νερό και τότε χωρίς αέρα δε γίνεται να αναπνέω και τότε απλά περιμένω να φύγω ήσυχα από την ασφυξία της απουσίας σου. Δε κάνω θυσίες. Σου το είχα πει και παλιότερα, πόσο παλιότερα δε ξέρω, ο χρόνος μαζί σου αποκτάει άλλη διάσταση κι έχω μπερδέψει αιώνες με δεκαετίες και χιλιετηρίδες με ημέρες. Δε θυσιάζω τίποτα για να είμαι μαζί σου. Μερικές φορές αισθάνομαι να θυσιάζομαι αλλά αυτό είναι κάτι άλλο, δε το ξέρω, δε το έχω νιώσει από τότε που ξαναγεννήθηκα τον Αύγουστο και το πριν μηδενίστηκε και δε θυμάμαι πια. Όταν σε πρωτογνώρισα ήξερα πως κρατάω μνήμες μιας προηγούμενης ζωής αλλά όχι την γνώση αυτών. Ο άλλος μου εαυτός βγαίνει να μου χτυπήσει ανελέητα τον εγωισμό κι επειδή δε τα καταφέρνει ξεσπάει στο στομάχι μου και θέλω να κάνω εμετό. Δεν είναι έτσι η Αγάπη φωνάζω και ο άλλος μου λέει πως το ξέρει, δεν είναι έτσι η Αγάπη, έτσι όμως είναι ο Έρωτας. Και πως πρέπει να διαλέξω αν θέλω να ζήσω  μόνο με τον ένα ή τον άλλο αυατό ή και με τους δύο μου εαυτούς, τον ερωτευμένο κι αυτόν που σε λατρεύει ,και πως αν θέλω θα αναθεωρεί συνέχεια ο ένας τον άλλο και πως αυτό είναι κάτι που πρέπει να το αποδεχτώ. Και η αλήθεια είναι πως δε μπορώ ούτε να πάψω να σε λατρεύω, ούτε να πάψω να είμαι τρελά ερωτευμένη μαζί σου, οπότε συγχωράμε που τη μια φέρομαι κτητικά και την άλλη λογικά, δε σημαίνει πως είμαι αλλά αντί άλλων, είναι που ζουν και οι δύο μέσα μου και δε θέλω ούτε να διώξω εκείνον που σε λατρεύει, ούτε εκείνον που είναι ερωτευμένος μαζί σου μέχρι εκεί που δε μπορούσαν να φανταστούν και οι δύο μαζί. Φοβάμαι να γυρίσω την πλάτη μου απέναντι σε ό,τι με ενοχλεί, - βλέπεις; Πάλι αναθεωρώ…- γιατί φοβάμαι πως αν αδιαφορήσω τότε θα είναι σαν να αδιαφορώ σε ένα κομμάτι του εαυτού σου και δε θέλω να κάνω αυτή την επιλογή. Δε μπορώ να αδιαφορήσω σε τίποτα που σε αφορά, όσο και αν με πονάει, όσο και να με πληγώνει, όσο και αν ξεσπάει στην κοιλιά μου κάτω από το στέρνο και με πιάνει δύσπνοια. Προσπαθώ να δείξω πως όλα είναι εντάξει και η μόνη μου άμυνα είναι να μη σκέφτομαι, να μη σκέφτομαι, και όταν νιώθω πως το να μη σκέφτομαι είναι ο τοίχος που υψώνω για να μη σκέφτομαι κι εσένα, γυρίζουν όλες οι σκέψεις μου με μιας και με ισοπεδώνουν κι έπειτα γκρεμίζομαι, θρηνώ, φοβάμαι, αγωνιώ και μετά χτίζω ξανά τον τοίχο μέχρι την επόμενη φορά που θα γκρεμιστεί από την ορμή των σκέψεων του ερωτευμένου εαυτού. Φοβάμαι… φοβάμαι μην τυχών καμιά φορά ο ερωτευμένος εαυτός παραλύσει και πάψει κι εκείνος να σκέφτεται και τότε μουδιάσω και πάψω να αισθάνομαι και η ίδια. Φοβάμαι. Φοβάμαι μήπως ο τοίχος πέσει τόσες πολλές φορές δε θα υπάρχει πια άλλο τσιμέντο να χτίσω και ποδοβοληθώ από τα συναισθήματα του πόνου και πεθάνω και δεν θα αντέχω πια τον πόνο και φύγω μακριά από αυτόν και απο 'σένα πεθαίνοντας. Δε ξέρω πόσο θα αντέχω να πονάω. Δε ξέρω πόσο τα χέρια μου θα είναι ικανά να χτίζουν τοίχους αφήνοντας ότι με πληγώνει από πίσω. Φοβάμαι τόσο πολύ μη σβήσω πριν σε αγγίξω ξανά… τόσο πολύ… είσαι ότι πιο όμορφο έχω… προτιμώ να πεθάνω από το να σε χάσω… και αυτό το προτίμησα από την πρώτη στιγμή που σε ένιωσα…


Το ξέρω πως θα κάνω κορίτσι… ενώ μια ζωή ζητούσα αγόρι, ξέρω πως για κάποιον λόγο θα κάνω κορίτσι

20.3.11

18' 1-3-1-16-1-24


Δε ξέρω πως γίνεται καμιά φορά η στιγμή και φωλιάζει μέσα μου με δέος ο φόβος της απώλειας κι έπειτα προσπαθώ να σε ανασάνω και πνίγομαι… δε θέλω να φοβάμαι- ακούς;- δε θέλω αλλά όταν αποφάσισα να γίνεσαι ανάσα μου δε γίνεται να μη φοβάμαι μη σε χάσω, γιατί αν σε χάσω θα πεθάνω κι εγώ δε θέλω να πεθάνω ακόμα, έχω να ζήσω μαζί σου δε κάποιο καράβι με πανιά παλαιού τύπου και άντε να δούμε ποιος θα βγάλει δίπλωμα για να το οδηγεί.
Θέλω να φύγει αυτή η μέρα. Να φύγει να πάει στο καλό και να γίνει Δευτέρα να μπορώ να σου μιλώ, να σε ακούω, να σε νιώθω, σιχαίνομαι τα Σαββατοκύριακα μακριά σου, σιχαίνομαι κάθε στιγμή μακριά σου, ασφυκτιώ και κανένας δε μπορεί να με βοηθήσει να πάρω μερικά μόρια οξυγόνου και μπορεί να μη μου φτάσει ο αέρας μέχρι να ξημερώσει η Δευτέρα. Ειδικά αν συνεχίσω να ψάχνω τα γλυκόκογά σου μέσα ή έστω ανάμεσα στις λέξεις που έρχονται στα μάτια μου και ύστερα στ’ αυτιά μου. Και όταν δεν υπάρχουν τεμαχίζω τις λέξεις σου και παίρνω τα γράμματα και γράφω μόνη μου λέξεις- Σ’ αγαπώ, Μου λείπεις, Σε σκέφτομαι, Αγάπη μου, Σε χρειάζομαι, Μωρό μου, Είμαι καλά όταν είμαι δίπλα σου-. Είναι η άμυνά μου απέναντι σε μια ασφυξία απουσίας οδυνηρή που κάνει τα μάτια μου με το ζόρι να μένουν ανοιχτά και αυτό ίσα ίσα για να κρατήσουν λίγο την εικόνα σου πριν κλείσουν για πάντα αλλά ξέρω πως θα με πεις πάλι Αγάπη μου μόλις η φλέβα στο κεφάλι σου ηρεμίσει και με δεις δίπλα σου να αργοπεθαίνω και θα με φιλήσεις στο στόμα και τότε η αναπνοή μου θα γίνεται και πάλι κανονική μέχρι την επόμενη φορά που θα μου λείπεις…
Νιώθω πως κάποιες λέξεις υπάρχουν αλλά δεν έχουν ειπωθεί. Νιώθω για πρώτη φορά πως κρατάς μυστικά και ναι, μπορεί να κάνω λάθος εντελώς, αλλά νιώθω μυστικά φωλιασμένα στο στέρνο μου στη σχισμή του στήθους μου. Μη με ρωτάς γιατί φώλιασαν εκεί, είναι που από εκεί λείπουν τα χάδια σου και υπάρχει ένας τεράστιος κενός χώρος σ’ εκείνο το σημείο και τώρα φωλιάζουν και πιέζουν την καρδιά μου και μερικές φορές εκείνη σταματάει κι εγώ μου  κάνω μαλάξεις γιατί δε θέλω να πεθάνω ακόμα, όχι ακόμα, Του το είπα και χτες το βράδυ πως δεν ήρθε η ώρα μου όταν Τον κοίταξα να κάθεται στις σκάλες τη στιγμή που ένιωσα έντονη στιγμιαία δυσφορία στο στήθος μου. Ήξερα πως το βάρος των μυστικών που αυξάνεται κι εγώ δε μπορώ να το εμποδίσω. Χωρισμένος και διχοτομημένος ανάμεσα στο πριν και το τώρα, στο τώρα και στο μετά και δε πειράζει θα περιμένω να γίνεις ολόκληρος και να μ’ αγαπάς ολόκληρος και αν δε μ’ αγαπάς πάλι δε πειράζει, αλλά πειράζει ταυτόχρονα, θα φύγω αθόρυβα όπως αθόρυβα ήρθα και θα πάρω μαζί μου άπειρες συζητήσεις, μερικά φιλιά στο στήθος μου, σφιχτές αγκαλιές και κάποιες λίγες ανάσες από το στόμα σου για να μπορώ να συνεχίσω. Δυο βροχές ξαφνικά γλίστρησαν στα μάγουλα μου κι εγώ τις μαζεύω, τις συλλέγω ξέρεις για να μη ξεχάσεις ποτέ τον λόγο ύπαρξής τους..
Χτες το βράδυ σε κρατούσα στην παλάμη μου, χόρευα με τα μάτια κλεισμένα και μερικές φορές γύριζα το κεφάλι μου σε ένα ακαθόριστο κενό για σε εντοπίσω εντονότερα και τότε ένιωθα μερικές ανάσες στο λαιμό μου. Έσφιγγα τα μάτια μου να μη χάσω την εικόνα σου αλλά εκείνη ξεγλιστρούσε και τότε έπεφταν κρύσταλλα από τις βλεφαρίδες μου ως το σαγόνι μου και από εκεί στο μπουκαλάκι συλλογής δακρύων. Κάποια τραγούδια με πόνεσαν τόσο που τελικά μέθυσα λίγο μια που είχα να πιω τρία ποτά χρόνια και μια φωνή ‘‘ δε κάνει…’’ και μια η δική μου ‘‘Άσε με δε με νοιάζει τίποτα…’’ και τα τσιγάρα σβήνανε στα πόδια μου και τα τραγούδια γινόντουσαν πληγές αιμορραγικές και η φωνή ‘‘Μη καπνίζεις, δε κάνει’’ και μια δική μου ‘‘Πονάω το καταλαβαίνεις;;;;’’ κι έπειτα σιωπή στο κεφάλι μου… κι έπειτα δυνατή βροχή να πέφτει από τον ουρανό στο κεφάλι μου κι εγώ να προσπαθώ να ξεζαλιστώ παραπατώντας ελαφρά στις μύτες από πλακάκι πεζοδρομίου σε πλακάκι και μια φωνή ‘‘Βρέχεσαι, θα κρυώσεις’’ και μια δική μου ‘‘Παράτα με!’’ κι έτσι έγινα μούσκεμα, κι έτσι το πρόσωπό μου βράχηκε τόσο πολύ που έχασα την αίσθηση των δακρύων μου κι έτσι προσπαθούσα να εντοπίσω με τη γλώσσα μου την αλμυρή τους γεύση αλλά θαρρείς πως και η βροχή έβρεχε δάκρυα χτες βράδυ και έγινα ολόκληρη μια σταγόνα κλάματος γοερού και βουβού ταυτόχρονα…
Θέλω να φύγει η Κυριακή, θέλω να φύγει, δε μπορώ άλλο αυτή τη γαμημένη ανασφάλεια, θέλω να σου μιλήσω να μου πεις πως μ’ αγαπάς όπως και πριν από χρόνια˙ θέλω να φύγει η Κυριακή, δεν αντέχω άλλο. Και πόσο να αντέξω δηλαδή όταν από την Πέμπτη το βράδυ σταδιακά νιώθω να χάνομαι; Είμαι τελικά πιο δυνατή από όσο περίμενα κι έτσι θα τα καταφέρω ως αύριο το πρωί… αρκεί να είσαι εδώ…
Μη ξεχάσεις ποτέ τον δρόμο που διάνυσε ο ένας και ο άλλος μέχρι να συναντηθούμε στο παρόν. Έτσι θα θυμάσαι για πάντα το πόσο σημαντικός είσαι για μένα… 
 

Αδιάκοπα

Σου το αφιερώνω να μου το αφιερώνεις...

Θα 'ρθω
Πάλι
Θα 'ρθω πάλι εκεί
Τον ήλιο στη θάλασσα
Να δούμε μαζί.

Θα 'σαι
Ίδια
Ίδια θα φιλάς
Κι η Θεσσαλονίκη σου
θ' ανάβει για μας.

Και μες στα χαράματα
θα λέμε, αγγελάκι μου,
Ο ένας τον άλλον "αγάπη μου"
Και μες στα σπρωξίματα
του κόσμου τα άσκοπα
Εμείς θα κρατιόμαστε αδιάκοπα.

Θα 'ρθω
Πάλι
Θα 'ρθω πάλι εκεί
Να βγούμε στη Σίβηρη
Στη Χαλκιδική.

Θα 'σαι
Πάντα
Θα 'πάντα εσύ
Στο κύμα ανατρίχιασμα
Και λάμψη χρυσή. 

Και μες στα χαράματα
θα λέμε, αγγελάκι μου,
Ο ένας τον άλλον "αγάπη μου"
Και μες στα σπρωξίματα
του κόσμου τα άσκοπα
Εμείς θα κρατιόμαστε αδιάκοπα.

Και μες στα χαράματα
θα λέμε, αγγελάκι μου,
Ο ένας τον άλλον "αγάπη μου"
Και μες στα σπρωξίματα
του κόσμου τα άσκοπα
Εμείς θα κρατιόμαστε αδιάκοπα.

14.3.11

Με ξέρεις;


Ποτέ δε μου απαντάς. Πάντα ένα χαμόγελο, πάντα μια ματιά αλλά ποτέ μια απάντηση με ήχο. Πάντα με μειδίασμα και διαπεραστικές ματιές. Σαν να σε βλέπω πάλι μπροστά μου… περπατάς δίπλα μου, κατεβάζεις ελαφρώς το κεφάλι, χαμογελάς κι έπειτα  με γυρτό κεφάλι με κοιτάς υπό γωνία. Δε ρωτάω δεύτερη. Ίσως γιατί μου φτάνει εκείνη τη στιγμή η άφωνη απάντησή σου. Ίσως γιατί περιμένω το επόμενο όνειρο μήπως μου απαντήσεις. Ίσως περιμένω να έχεις απαντηση. Ίσως περιμένω να είσαι σίγουρος. Δε θέλω να σε πιέσω ίσως. Σου είχα κάνει την ίδια ερώτηση για πρώτη φορά πριν από πολύ καιρό αλλά σε ένα δικό σου όνειρο που μοιάζει να μη το θυμάσαι πια.. προσπάθησε να θυμηθείς... και τότε δε θα αμφιβάλεις ποτέ ξανά για την ύπαρξή σου. Θυμήσου. Τουλάχιστον θυμήσου το δικό σου όνειρο. Με ρώτησες γιατί σε ρωτάω αν με ξέρεις. Κάθε φορά σε ρωτάω. Υπάρχει απάντηση. Μία η βασική. Αλλά δεν είναι μία. Στην ουσία είναι δύο. Είναι μία για τον καθένα μας. Για άλλο λόγο σε ρωτάω εγώ και για άλλο λόγο δέχεσαι εσύ αυτή την ερώτηση. Θυμήσου. Και αν δε το κάνεις, όταν έρθω να σε βρω θα σου πω τα παντα…

13.3.11

Together we will live for ever



Μαζί...
...θα ζήσουμε για πάντα

.. σου το είχα πει πριν χρόνια..

Θυμάσαι;

11.3.11

vide


Το ίδιο φιλί. Πάντα. Με την ίδια αλλόκοτη γεύση, μόνο που το αλλόκοτο έχει την υπόσταση του όμορφα ιδιαίτερου. Και πίσω στο βουνό. Πάλι. Χωρίς ομίχλη αυτή τη φορά. Και φιλιά αμέτρητα, χιλιάδες εκατομμύρια φιλιά φιλιών περνούν από πάνω μου και σπάνε στο λακκάκι του λαιμού μου λίγο πριν γίνουν κραυγή και η Ηχώ επιστρέψει σε μένα και με ξυπνήσει. Και όπου εμένα βάζω κι εσένα. Εγώ; Εσύ; Δε ξέρω. Εμείς σίγουρα. Το βράδυ τρόμαξα. Δύο φορές. Άκουσα μια πόρτα να ανοίγει με άσχημη πρόθεση. Το ρεύμα της ακούμπησε στο δέρμα μου και ανατρίχιασα. Άνοιξα τα μάτια απότομα να μη με πιάσει στα πράσα η αίσθηση του φόβου που είχα εκείνη τη στιγμή. Ετοιμοπόλεμη. Πάντα. Ειδικά αν πρόκειται να διεκδικήσω ότι αγαπώ. Και αν με βαρεθεί θα το αγαπάω διπλά για να επιστρέψει σε μένα. Τώρα που το σκέφτομαι νομίζω πως οι φόβοι μου βγήκαν βόλτα χτες βράδυ και επέστρεψαν πιο αγριεμένοι από πριν και τώρα, και τώρα; Τώρα κάνουν θόρυβο όταν ανοίγουν την πόρτα και με τρομάζουν…
Καμιά φορά νομίζω πως ονειρεύομαι ακόμα και όταν δεν ονειρεύομαι κι έχω εκείνη την αγωνία ενός ονειρευόμενου μη γίνει κάτι, μη συμβεί και ξυπνήσει και το όνειρο γίνει σκόνη. Το μόνο που με κάνει να ξεχωρίζω το όνειρο από το α-όνειρο είναι όταν βάζω ξύλα στο τζάκι και μπαίνουν ακίδες στα δάχτυλά μου. Και πονάω. Και πόσο χαίρομαι που πονάω γιατί καταλαβαίνω πως δεν είναι ονειρόσκονη  η ζωή μου μαζί σου. Και αυτό είναι το πιο μαγικό από όλα…
Οι νύχτες μικραίνουν και, τι κρίμα, χάνω την νυχτερινή μου υπόσταση. Όπως και πέρσι θα πέσω σε καλοκαίρια νάρκη να ξυπνήσω τον Σεπτέμβριο όταν η νύχτα θα είναι νύχτα ξανά. Και τότε θα περιμένω να Φλεβαρίσει για να γεννηθώ πριν την καινούρια Άνοιξη στο πλάι σου. Και θα περιμένω τη μέρα που θα κοιμάμαι κάτω από τα ίδια σεντόνια με ‘σένα. Όπως εκείνο το πρώτο βράδυ, όπως το τελευταίο μετά από ογδόντα χρόνια όπως το πρώτο στην καινούρια ζωή στο Κατμαντού που θα σε περιμένω σκαρφαλωμένη στο Θιβέτ να σου τραγουδάω τραγούδια σαν Σειρήνα να με ακούσεις. Και αν δε με ακούσεις θα σου δείξω το δεξί χέρι μου στο ύψος του καρπού. Και τότε θα σε βάλω να μυρίσεις το μαύρο κάτι που μου χάρισες. Και η μυρωδιά θα ξυπνήσει θύμησες πρώτων φιλιών και η Λήθη θα πέσει να κοιμηθεί ένα βράδυ μόνο και θα ξυπνήσει πάλι και θα αρπάξει το κορμί της Θύμησης και θα το ερωτευτεί όπως το δικό σου το δικό μου και το δικό μου το δικό σου και το δικό μας, για να μας αφήνει να απολαμβάνουμε τις εκπλήξεις της ζωής με μικρά κενά μνήμης. Μόνο όταν κοιταχτούμε στα μάτια θα θυμηθούμε. Μετά θα ζήσουμε από την αρχή…
Η ώρα είναι 17.13 και περιμένω μετρώντας δευτερόλεπτα που γίνονται λεπτά και τα λεπτά αγωνία κι αιωνιότητα. Περιμένω να φανείς να σου πω πως δε σε ξέχασα, ποτέ δε σε ξέχασα και πως κάθε μέρα που περνάει σε θυμάμαι όλο και πιο πολύ αλλά δε σου το λέω ποτέ μου. Όχι μυστικό. Απλά δεν έχει σημασία. Νιώθω τόσο απόλυτα δική σου που δε βαρέθηκα τόσα χρόνια πλάι σου άρα δε θα σε βαρεθώ ποτέ. Θα ήθελα να πάμε στη Σάρτη εκεί στην παραλία που σε πρωτοσυνάντησα. Κι έπειτα να με ονειρευτείς όπως τότε που με πρωτοσυνάντησες εσύ. Κι έπειτα θα καταλάβουμε και οι δύο πως ποτέ, ποτ, δε πάψαμε να υπάρχουμε μαζί από την απαρχή του κόσμου, πως ποτέ, ποτέ δε βαρεθήκαμε να ερωτευόμαστε ξανά και ξανά από την αρχή και πάντα με συνέχεια αλλά εγώ μερικές φορές είμαι χαζή και φοβάμαι λίγο περισσότερο πάντα από σένα αλλά ξέρω πως είμαι χαζή κι έτσι έχω άλλοθι και απαλλάσσομαι λόγο βλακείας. Ερωτευμένης βλακείας και το τονίζω αυτό Μη με μαλώνεις… είμαι τόσο Ερωτευμένη κι επειδή δεν έχω μάτια από τη πρώτη στιγμή που έγινα η Ερωμένη σου, λίγο φωλιάζουν διάφορα άνευ υπόστασης μέσα μου. καμιά φορά ξέρω, και μέσα σου… αλλά αν με ακούς, αν,

…ήρθες….


Σ’ αγαπάω…

8.3.11

ad cognoscendum?


Περίεργο συναίσθημα. Εικόνες ζωντανεύουν μπροστά μου κι έπειτα ο χρόνος επιστρέφει στις ώρες για ώρες. Στο προαύλιο ενός σχολείου. Και φασαρία. Και παιδιά να μαλώνουν και παιδιά να παίζουν κι εγώ πίσω από μάτια να βλέπω ένα αγόρι να κάθεται μόνο του στο πεζούλι αμίλητο με το κεφάλι σκυφτό. Σαν κάποιος να το ενόχλησε. Ή σαν κάποιος να μην είναι εκεί. Ή σαν κάποιος που θέλει να τον προσέξει λείπει. Και τον ψάχνει στα κορδόνια των αθλητικών μικρών παπουτσιών του. Θέλω να πλησιάσω. Μα δε ξέρω ‘‘Παράξενος’’ σκέφτομαι και μένω απλά να κοιτάζω από απόσταση. Κι εκείνος συνέχεια σκυφτός. Σηκώνει λίγο το κεφάλι. Κοιτάζει προς το μέρος μου. δεν έχω σώμα, βλέπω μέσα από τα μάτια μου. κοιτάζει τα μάτια μου κι απομακρύνει το βλέμμα του άρων άρων. Φεύγω. Παίζω με τα άλλα παιδιά. Δεν έχω σώμα. Μόνο βλέπω πίσω από τα μάτια. Παίζω ένα παιχνίδι που όλα τα παιδιά είναι πιασμένα και κάνουν γύρω και τραγουδάνε ''γύρω γύρω όλοι’’ δε ξέρω αν είναι αυτό το παιχνίδι, απλά αυτό μου έρχεται στο μυαλό. Ζαλίζομαι. Είμαι έτοιμη να πέσω και πέφτω και χτύπα το γόνατο μου. Tο αγόρι κοιτάζει  προς το μέρος μου ανήσυχο. Κι εγώ κοιτάζω προς τα μάτια του. Έχω την αίσθηση πως επίτηδες έπεσα για να δω τι θα κάνει. Πιάνω το γόνατο μου κι εκείνος με κοιτάζει στα μάτια. Μου μιλάει, νομίζω, αλλά δε καταλαβαίνω τη γλώσσα που χρησιμοποιεί. Σηκώνομαι. Σηκώνεται. Φεύγει…

-Που μπορώ να βρω την οδό ‘‘Ρηνός 8’’;
-Δεν είσαι από εδώ;
-Όχι.. ψάχνω την οδό.. πρέπει να τη βρω.
-Τι είναι εκεί;
-Το σπίτι μου.
-Και δε ξέρεις που είναι το σπίτι σου;
-Δεν το έχω βρει ακόμα. Αλλά θα γίνει δικό μου.
-Το έχεις δει;
-Όχι.
-Έλα! Έχω πολλά να σου δείξω…

Αιφνιδιάζομαι… αυτή η φράση με κυνηγάει πιο έντονα από ποτέ. Όλα άγνωστα. Μόνο η φράση, η χροιά της φωνής και μια οικεία αίσθηση που μια χάνεται μια επανέρχεται είναι γνωστά.
-Με γνωρίζεις;


Ξύπνησα….

6.3.11

Θεσσαλονίκη αρχή Άνοιξης


Η Θεσσαλονίκη δε θα είναι ποτέ η ίδια χωρίς την ανάσα σου και ας μη το καταλάβει κανένας σε αυτή την πόλη παρά μόνο εγώ. Έφυγες με έναν μαγικό τρόπο όπως ήρθες αλλά δεν έφυγες ποτέ και αυτό είναι το μόνο για το οποίο είμαι σίγουρη και τώρα πια έχω ξεχάσει ακόμα και το όνομά μου. πιάνω τούφες από τα μαλλιά μου και τα κάνω μικρές σβούρες και μπλέκονται στον αριστερό μου δείκτη κι έχω την αίσθηση των μαλλιών σου που τα χάιδευα εκείνο το πρώτο πρωινό που ξυπνήσαμε μαζί. Θα ήθελα λίγες ώρες ακόμα, λίγες αν και πάντα λίγες παραπάνω θα ζητάω μαζί σου πάντα ακόμα και τη στιγμή της τελευταίας μου πνοής. Θέλω να κατοικώ στα μάτια σου, να γίνομαι βροχή και να σου τα κοκκινίζω και να ξέρω πως είναι για μένα κι αισθάνομαι τόσο ηλίθια, τόσο ηλίθια, που σου είπα πως δε θέλω να σε δω κλαμένο ξανά, ξεχνώντας εντελώς πως τα μάτια σου ζωντανεύουν όταν γυαλίζουν και γίνονται βροχερά κι έπειτα κατοικώ εκεί για πάντα. Έχω το είδωλό σου στις ρόγες των δακτύλων μου˙ το σχήμα των χειλών σου, των ματιών σου το λακκάκι στο σαγόνι σου, της λεπτής μύτης σου και το περίγραμμα του προσώπου σου. Είναι αποτυπωμένα πάνω στα δακτυλικά μου αποτυπώματα και τα δακτυλικά μου άλλαξαν σχήμα κι έγιναν το πρόσωπό σου. Και αν ποτέ χρειαστεί να σκοτώσω τον εαυτό μου αν με ξεχάσεις, τότε σίγουρα θα σε βρουν να σε ρωτήσουν το γιατί. Περιμένω τα φιλιά που ακόμα δε γεύτηκα, τα χάδια σου που ακόμα δεν ένιωσα, το κορμί σου που ακόμα δεν απόλαυσα και όλα αυτά στη σφαίρα του αύριο. Πάντα θα υπάρχουν φιλιά, χάδια και κορμί που δε γεύτηκα˙ θα είναι τα επόμενα που θα μου δώσεις ακόμα και όταν το κορμί μου λεηλατηθεί από το δικό σου. Ακόμα και όταν θα ξέρεις τις πιο κρυφές γωνιές του, ακόμα και όταν τα φιλιά μου θα γίνουν προβλέψιμα.

-Είσαι το πιο σπάνιο πλάσμα στον κόσμο
-Είσαι ο πιο όμορφος άνθρωπος του κόσμου…
-Είσαι ο θησαυρός μου και μόνο πειρατικά θα μπορούν να σε κλέψουν από μένα και δε θα τους συγχωρήσω ποτέ…

-Βρέχει στα μάτια μου
-Το Σαββατοκύριακο μάλλον θα πάω στο χωρίο, έχει δουλειές.
-Θα ανοίξω τις τρύπες στ’ αυτιά, και τις δύο..
-Κι εγώ θα σου χαρίσω ένα σκουλαρίκι μου…


-Θα έρθεις;
-Δε ξέρω…
-Θα έρθεις;
-Δε ξέρω αν μπορώ δε το έχω κάνει ποτέ ξανά…
-Θα έρθεις;
-…
-Θα έρθεις;
-Δε ξέρω…
-Θα έρθεις;
-Βογκάω…
-Θα έρθεις;
-…
-Θα έρθεις;
-Δε μπορώ να σου υποσχεθώ…
-Θα έρθεις;
-…

-Έλα ένα διήμερο…
-Δε προλαβαίνω
-…
-Θα έρθω… σου το υπόσχομαι… και θα κάνουμε τα πιο όμορφα πράγματα του κόσμου… θα πάμε μαζί ένα ταξίδι για όσο θες εσύ, για όσο θα μπορείς εσύ, για όσο αντέχεις. Και αν αυτό αργήσει λίγο το μόνο που σου υπόσχομαι είναι πως θα γίνει…

Η Θεσσαλονίκη δε μπορεί να είναι ξανά όπως πριν. Θα βρέχω πιο απαλά για μένα και για σένα αλλά θα είμαι πιο όξινη για όλους τους άλλους. Κάθε που θα μου λείπεις θα κλαίω και θα καίω τον χρόνο. Κάθε που θα είσαι εδώ θα κλαίω και θα ανθίζουν λουλούδια. Βάλε τα δυνατά σου. Πρέπει μέχρι τον επόμενο Φλεβάρη να είσαι τελειωμένος και να είσαι εδώ. Είσαι σπάνιος σαν κρύσταλλος μαγικός που μόνο στις παλάμες μου μπορώ να τον ακουμπήσω, χωρίς δάχτυλα, για να μη τον πονέσω. Αποδημείς μα πάντα θα γυρίζεις σε μένα. Έτσι και του χρόνου… λίγο πριν την Άνοιξη θα γυρίσεις μέσα μου… αλλά εν τω μεταξύ θα έχω επισκεφτεί εγώ τον Νότο σου.
Είσαι σπουδαίος άνθρωπος. Σε κρατώ αριστερά και κεντρικά του στήθους μου και το νιώθω ποσό σπουδαίος είσαι αναγνωρίζοντας τους χτύπους της καρδιάς σου. Δε θυμάμαι πολλά… δε θα σου πω ψέματα. Θυμάμαι όμως το μεγαλείο σου. Θυμάμαι τον ήχο σου. Θυμάμαι το βλέμμα σου. Τα μάτια σου δε ξέρω. Το βλέμμα σου το θυμάμαι. Θυμάμαι τη γεύση σου. Το άρωμά σου. Θυμάμαι το άγγιγμά σου. Τα χέρια σου όχι. Το άγγιγμά σου μόνο. Αν εσύ θυμάσαι, πες μου αν ήμουν τυφλή την προηγούμενη φορά που σε συνάντησα κι έβλεπα μόνο με τη γεύση την ακοή την όσφρηση και την αφή. Θυμάμαι που σου δάγκωνα τα χείλη απαλά όταν σε φιλούσα. Θυμάμαι που έπαιρνες το κάτω χείλος μου στο στόμα σου. Δε θυμάμαι το στόμα σου. Θυμάμαι τα τέσσερα δάχτυλά σου στην πλάτη μου. Δε θυμάμαι την πλάτη μου. Θυμάμαι τις παλάμες σου στο στήθος μου. Δε θυμάμαι το στήθος μου. Θυμάμαι που σε αγκάλιαζα. Δε θυμάμαι τα μπράτσα σου. Θυμάμαι πως σε συνάντησα. Δε θυμάμαι τα ρούχα σου. Θυμάμαι που σε κοίταξα. Δε θυμάμαι το μέρος που σε κοίταξα. Θυμάμαι που σε κράτησα. Δε θυμάμαι το όνομά σου. Θυμάμαι τη γεύση σου. Δε θυμάμαι ούτε το δικό μου όνομα. Θυμάμαι που μου έκανες Έρωτα. Θυμάμαι που μου έκανες Έρωτα

Καλό ταξίδι μικρό μου. Σ’ αγαπάω όσο θα ήθελα να σου δείξω αλλά ποτέ δε θα το κάνω  γιατί πάντα αιφνιδιάζομαι που στιγμή με τη στιγμή αλλάζει βάθος η αγάπη μου και μπαίνει όλο πιο βαθιά μέσα μου. Δεν ήξερα ποτέ μου πως κρύβω τόση αγάπη μέσα μου. Ζω πρώτη μου φορά. Όλα γίνονται για πρώτη φορά. Με πιστεύεις, έτσι δεν είναι;






5.3.11

scio te?


Πέρασα μια βόλτα από την ανάσα σου και κάθισα για καφέ κι έπειτα δε μπορούσα να κοιμηθώ όλο το βράδυ από τα βογκητά μιας χυδαίας ερωτευμένης φαντασίωσης. Μου αρέσουν οι λέξεις που κάνουν θόρυβο και σοκάρουν. Έτσι χρησιμοποιώ τη λέξη χυδαία και πρόστυχη όσο συχνά θέλω και είναι από τις αγαπημένες μου γιατί η δόνησή τους ταράζει το μυαλό πριν προλάβω να εκφέρω την τελευταία συλλαβή. Έχει ή δη μπει στην φαντασίωση της λέξης…
Χτες προσπαθούσα να ακολουθήσω τη διαδρομή που έκανε το στόμα σου από τα χείλη μου ως το στήθος μου μα χάθηκα κι έτσι δε κατάφερα ποτέ να επιστρέψω πίσω στο σώμα μου κι έμεινα εγκλωβισμένη στον δρόμο που δεν οδηγεί πουθενά στο πλάι του λαιμού μου. Ακουμπούσαν τα δάχτυλά σου πάνω στην πλάτη μου κι εκείνη τιναζόταν απαλά και τεντωνόταν όπως οι κάμπιες λίγο πριν γίνουν πεταλούδες. Και εισχώρησε η μια πραγματικότητα στην άλλη και την ώρα που είπα ‘‘Αυτό είναι’’ στο κεφάλι μου είπες ‘‘Αυτό είναι να ζεις τις πραγματικότητες ταυτόχρονα’’ αλλά σώπασα και δε σου το είπα ποτέ πως πάλι μπήκε ο ένας στο μυαλό του άλλου, δε ξέρω πια ποιος σε ποιανού. Έχω την αίσθηση των χειλών σου στα χείλη μου και πως περιμένω να τη νιώσω ξανά και ξανά. Νιώθω οικειότητα μαζί σου. Το φιλί είναι οικείο σαν όλα μου τα όνειρα μου μα ποιος να με καταλάβει. Ποιος να πιστέψει όταν του πω πως εκεί σε συναντούσα για πάντα πριν γίνεις η πιο γλυκιά και περίεργη πραγματικότητά μου; Ποιος να πιστέψει πως σε φίλησα πριν σε γνωρίσω; Και πως ήμουν σίγουρη πως έτσι φιλάς…
Το κορμί σου κολλάει πάνω στο δικό μου κι ενσωματώνεται με έναν πολύ περίεργο τρόπο κι έπειτα χάνεται μέσα μου. Σε νιώθω ολόκληρο να βουτάς στο κορμί μου, να πλάθεις το στήθος μου, να μπαινοβγαίνεις μέσα μου με την άνεση που έχουν τα κορμιά που έκαναν έρωτα για πάνω από δώδεκα ζωές. Ξέρω πως είναι η αίσθηση του γυμνού κορμιού σου. Την ξέρω. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δε θέλω σαν τρελή να τη γευτώ, να ρουφήξω το κορμί σου κι έπειτα να το καταπιώ να το κρατήσω μέσα μου εσαεί ευχόμενη να μη μου το ζητήσεις πίσω. Θέλω να αφήσω υγρά αυλάκια νερένια στη ραχοκοκαλιά σου και στα πόδια σου. Πάνω στα πόδια σου, πίσω στα πόδια σου, μέσα στα πόδια σου και ανάμεσα στα πόδια σου. Είμαι χυδαία; Δε φαντάζομαι να πιστεύεις πως το χυδαίο δεν είναι ό,τι πιο ερωτικό υπάρχει!  Και θα ήθελα να το πιστέψεις με το σώμα σου στα χέρια μου να τρέμει από την παλάμη του χεριού μου μέχρι τα ακροδάχτυλα των ποδιών σου.
Η ώρα είναι εννιά και είκοσι δύο. Δε κοιμήθηκα. Καθόμουν και σκεφτόμουν πως θα μπορούσα να περιγράψω κάτι τόσο δυνατό με λέξεις. Αποφάσισα πως δε μπορώ. Το μόνο που μπορώ είναι να κάθομαι και με τα μάτια κλειστά να περιφέρομαι στο σώμα σου κι από εκεί στο δικό μου-το άρωμα σου είναι μαγικό-μέχρι την επόμενη Περιπλάνηση  σου στο Πέρα και στο Δώθε. Θέλω να μπω μέσα σου χωρίς να χάσω την υπόστασή μου και να μου πεις τα πιο μεγάλα λόγια που υπάρχουν πριν σου τα κλέψω από τη σκέψη και τα κάνω από δικά σου δικά μου. Κι έτσι όπως τα μυαλά μας επικοινωνούν άντε να βρεις μετά ποια λόγια είναι ποιου για να τα βάλεις σε ροζ ή σε σιέλ κουτάκια ανάλογα με το φύλο της σκέψης. Και αν ποτέ ξεχάσεις, κράτα το μενταγιόν που σου έδωσα για να θυμάσαι πως έτσι κάνουν τα κορίτσια.
Θέλω τόσο να κρυφτώ μέσα σου… θα με κρατήσεις όμως;