31.5.11

sanctum amoris

Ξεροί καημοί και νερό θαλασσινό
το σώμα σου κόλλησε στο σώμα μου
με τον πανσέληνο πόνο του χειμώνα.
Ακούς νερά που χύνονται στα μέσα των ποδιών σου;

Ανάμεσα στα όνειρα σπαράζει η ζωή μας,

ανάμεσα στα όστρακα παφλάζει η καρδιά μας.


Άγιος ο Έρωτας, άγιος καημός
δικός μου και ο Αύγουστος 
με τις μεγάλες μνήμες.
λέω μάτια μου κι αστράφτει κεραυνός
θέλω θάλασσα κι ανοίγει ουρανός.

Πάνω από την θάλασσα, στη μεριά του ανέμου
στα μαύρα ντύνεσαι κι ανοίγεις το σκοτάδι
σηκώνεις τα άστρα σε χορό
και το κορμί μου σ' άγριο ποτάμι.


Άγιος ο Έρωτας, άγιος καημός
δικός μου και ο Αύγουστος με τις μεγάλες μνήμες.
λέω μάτια μου κι αστράφτει κεραυνός
θέλω θάλασσα κι ανοίγει ουρανός.




Μ




Προσωπικά δεν έχω αισθήματα για σένα φιλικά
μονάχα βήματα θιγμένα ερωτικά,
που μ' αναγκάζουνε να φεύγω βιαστικά


Προσωπικά δε θέλω τίποτα μαζί σου, λογικά

μου πάει ο ήχος της φωνής σου τραγικά
και δεν αλλάζω το κορμί σου με την άψογη ζωή σου
τελικά



Προσωπικά εγώ τρελαίνομαι,

το παραμύθι σου και να 'μαι και να φαίνομαι
Προσωπικά δεν έχω αίσθηση
αυτό που ζούμε αν είναι αλήθεια ή παραίσθηση
προσωπικά



Προσωπικά, εμένα ο χρόνος μου γυρίζει κυκλικά

κι αλλάζει ο τόνος μου στο τέλος ειδικά
γι' αυτό να ξέρεις κι επιμένω, κι ας μου το 'χεις ξεγραμμένο
οριστικά 



(υπάρχεις ακόμα στο σώμα μου, υπάρχεις ακόμα στις σκέψεις μου, υπάρχεις συνέχεια μέσα στη ζωή μου, από τη πρώτη στιγμή που ανέπνευσα, μέχρι τη τελευταία...)

(λίγες στιγμές μαζί σου περισσότερο, μέσα στο άγχος, αλλά κ μέσα στα χέρια μου, δίπλα στην αναπνοή μου, κοντά στα χείλια μου, για να θυμάμαι εσένα, για να νοσταλγώ εσένα, για να μου λείπεις εσύ, κ ας είσαι εδώ, κ ας είσαι παντού... - τώρα μπορείς να μου απαντήσεις; πως τα κατάφερες κ με έκανες κ σε ερωτεύτηκα έτσι; με τόση ένταση, με τόσο πάθος, με όλα εδώ και όλα παντού στο εμείς, στο μαζί... )

pluvia

Χτες έβρεχε καρέκλες κι εγώ καθισμένη στο μπαλκόνι μάζευα καρεκλοπόδαρα για να τα φυτέψω στην γλάστρα με την Λουΐζα που τελικά δε κατάφερα να σώσω. Σκέφτηκα πως αν χαλάσουν οι δικές μου θα φυτρώνουν για χρόνια καρεκλοπόδαρα κι έτσι δε θα ξεμείνω από ανταλλακτικά για τα επόμενα τρία με τέσσερα χρόνια. Και κάθε φορά που βρέχει μαζεύω σπόρους και τους κρατώ φυλαγμένους στην βροχοσακούλα του δύο χιλιάδες δέκα. Όταν σε γνώρισα έβρεχε κι από τότε αποφάσισε ο καιρός να βρέχει σε κάθε ερχομό σου..
Ακούω την ανάσα σου καθώς κοιμάσαι και νανουρίζω τις αισθήσεις μου να μη κάνουν θόρυβο και σε ξυπνήσω. Έχω μια αίσθηση πως κοιμάσαι στα πόδια μου καθώς σε πήρε ο ύπνος βλέποντας ταινία κι έπειτα αποφάσισες να ονειρευτείς. Η ζωή μου αποκτά υπόσταση, γίνεται όλο και πιο έντονη, οι στιγμές μας γίνονται απτές μέσα στις κυλιόμενες ώρες της σοφίτας σε κρατάω στα χέρια μου, δε το πιστεύω, νιώθω μπερδεμένη και περιμένω να σε δω να τρέμεις ξανά και ξανά για να νιώθω τον παλμό σου στην αύρα μου. Ξαπλώνω στο στήθος σου ακούω την καρδιά σου να χτυπάει στο στέρνο σου και νιώθω πλήρης και μου φτάνει που σε κρατάω μέσα μου.  Ξαπλωμένη πάνω σου για ώρες και ακόμα δε μπορώ να υπολογίσω τον χρόνο που κυλά ακανόνιστα γιατί αν ήταν κανονικός σίγουρα θα ήταν με το μέρος μας. Μέχρι τη στιγμή που μας λυπήθηκε και κοντά στις πεντέμισι μας χάρισε μερικές στιγμές παραπάνω. Αγχωτικές μεν, στιγμές δε. Αγκαλιές παραπανίσιες φιλιά υπολειπόμενα και όλα αυτά χαρισμένα με χαρτί περιτυλίγματος σε καφέ χρώμα και μια ιστορία που μοιάζει τόσο οικεία όσο και το ίδιο το κορμί σου που φίλησα σήμερα και ποτέ μου δε χόρτασα και για κάποιον λόγο δε θα χορτάσω και να ξέρεις πως την επόμενη φορά θα γεννηθούμε σε παράλληλο ίδιο χρόνο….
Σςςςς… ακούω την ανάσα σου και κλείνω τα μάτια μου και χάνομαι κάπου ανάμεσα στα πόδια σου αφήνω υγρές στιγμές να έχεις να λιώνεις όταν τις θυμάσαι και σου υπόσχομαι πως κάθε φορά θα αφήνω σημάδια να συλλέγεις στιγμές ατελείωτες… Σςςςς…. Ακούω να όνειρά σου και παρακολουθώ τις εικόνες σου και βασίζομαι πάνω τους, κρεμιέμαι, τραμπαλίζομαι πέφτω και δε τσακίζομαι γιατί τα όνειρά σου είναι απαλά… ανάσες κοφτές έντονες, λιγότερο έντονες κι έπειτα εκρηκτικές. Γίνομαι ερωτική σταγόνα μόνο και μόνο για να κυλίσω πάνω σου. Ιδρώνει το κορμί μου, στάζει πάνω σου, μουσκεύει το δικό σου κι έπειτα σε φυσάω για να ανατριχιάσεις και να χαμογελώ ικανοποιημένη να σε κρατάω τόσο μέσα μου…
-Σε πονάω;
-Ναι..
-Να βγω;
-Ναι…
Δε περίμενα ποτέ το σώμα μου να ακολουθούσε τον ρυθμό τόσο αρμονικά ξεχνώντας πως μια ζωή σου άνηκα και ήμουν δική σου… αλλάζω… μέρα με τη μέρα αλλάζω… και αλλάζω μαζί σου… και αυτό είναι από μόνο του πανέμορφο… ξέρω πως δεν έχω ζήσει παρόμοια ξέρω πως ούτε κι εσύ η κάθε μία στη δική της ζωή… σε ερωτεύομαι ξανά και ξανά κάθε πρωί που ξυπνώ δίπλα σου και ο χρόνος σταματά στιγμιαία στις ανάσες μας… είμαι τόσο γυναίκα, παιδί, άνθρωπος, μαζί σου… Νιώθω τα πάντα από την αρχή… σαν να γεννήθηκα και μόλις συλλάβισα τα πρώτα μου «αγκού» ερωτικά και περιέργως νιώθω οικεία ακόμα και μόλις γεννημένη… γεννιέμαι ξανά και ξανά κάθε στιγμή…
Σε ερωτευομαι...
Μου λείπεις… δυο στιγμές, μια ζωή, νομίζω πως κάθε φορά είναι βάσανο και πιο πολύ νομίζω πως είναι τιμωρία… να σε έχω, να γλιστράς, να χάνεσαι αλλα όλα αυτά για να έρθεις ξανά….
Μείνε.. μείνε άλλη μια φορά….

M


25.5.11

fulminis

Κάθε νυχτερινή ώρα μακριά σου είναι ώρα ανασφάλειας. Δε ξέρω τι με έχει πιάσει τελευταία και βλέπω παντού παράθυρα που μπορούν να σε κάνουν να φύγεις από μένα. Ξέρω πως δεν επιλέγεις να πηδήξεις αλλά τα παράθυρα είναι εκεί ορθάνοιχτα και καμιά φορά ακούω φωνές να σε καλούν και αναρωτιέμαι αν τρελάθηκα ήδη ή αν τρελαίνομαι σιγά σιγά. Η πέμτη μέρα κύλησε κι έφυγε και μένουν άλλες πέντε μέχρι τη στιγμή που θα σε έχω απέναντι στα μάτια μου και θα προσπαθώ να κρατήσω την εικόνα σου για πάντα. Τα χέρια μου θα τυλίγουν εσένα ολόκληρη και θα προσπαθώ να φυλακίσω την αίσθηση σου για αιώνες. Τα χείλη μου θα κολλήσουν στα δικά σου και θα προσπαθήσω να κρατήσω τη γεύση σου μέχρι το τέλος. Σιωπή και ησυχία. Και φόβος και ανασφάλεια. Θέλω να τρέξω να φωνάξω το όνομά σου, να ακούσω τη φωνή σου κι έπειτα να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου ως το πρωί και αν δε κλείσεις τα πατζούρια θα ξυπνήσω στις πεντέμισι και θα σε κοιτώ να κοιμάσαι και θα νιώθω μοναδικά γεμάτη μόνο με την εικόνα σου…
Σκοτείνιασε έξω. Δε φυσάει πια όπως το απόγευμα και οι μελωδίες δε φτάνουν μέχρι τ’ αυτιά μου όμως είναι εκεί κρεμασμένες στο μπαλκόνι μου και περιμένουν ένα χάδι για να μουρμουρίσουν ξανά. Μισώ τα βράδια που με κρατάνε μακριά σου. Μισώ κάθε στιγμή που χάνω από την καθημερινότητά σου και ναι είμαι εθισμένη και ναι δε ντρέπομαι πια να το πω. Βουλιάζω και αναδύομαι με ρυθμούς που ούτε καν αντιλαμβανόμουν πως θα έπιανα σε ταχύτητα ποτέ μου και τα πόδια μου ήταν αγύμναστα για τέτοια διαδικασία αλλά δε λαχανιάζω και συνεχίζω πιο γρήγορα από πριν. Είσαι τόσο ελεύθερη μέσα μου που χορεύεις πάνω σε κάθε χτύπο της καρδιά μου και ναι κοντεύω να γίνω γλυκανάλατη οπότε το κόβω.
Το απόγευμα μαγείρεψα για λίγο μαζί σου κι έπειτα έκοψα το δάχτυλό μου λίγο στο ίδιο σημείο και θυμήθηκα πως η γιαγιά είχε πει πως όταν χτυπάς ένα σημείο εκείνο μεγαλώνει και το χτυπάς συνέχεια γι αυτό λέμε «θα μεγαλώσεις, δε πειράζει» κάθε φορά που χτυπούσαμε μικροί. Και τώρα οφείλω να το ομολογήσω πως θέλει ράμματα και ναι υπερβάλω ως τον ουρανό αλλά θέλει ράμματα, γύρω στα οκτώ χιλιάδες, και ναι υπερβάλλω αλλά ναι τόσα θέλει κι ας μη με πιστεύεις…
Το γόνατό μου άφησε σημάδι το ξέρεις; Όχι δε το ξέρεις αλλά θα σου το δείξω τη Δευτέρα και θα το ξέρεις στο εξής. Ίσως μείνει εκεί για πάντα για να μου θυμίζει την πρώτη μας κοινή ζωή κι έπειτα να μη ξεχνάω πώς να ζήσω τη δεύτερη και την τρίτη και όσες θέλουμε να ζήσουμε οι δυο μας.

Μπαινωβγαίνω στα κλειστά σου δωμάτια και διαπιστώνω πόσο μου λείπει να διαβάζω μερικές ανακατεμένες σκέψεις σου….

Θέλω να αγγίξω την πνοή σου όταν κοιμάσαι…

Μάλλον θα λείψεις απόψε… θα σε συναντήσω σε μέρη γνώριμα…

Μ

24.5.11

5Χ+Χ=-3

Καμιά φορά νιώθω πως ο κόσμος αλλάζει κατά δυο μοίρες την τροχιά του και ζαλίζομαι. Προσπαθώ να πιαστώ για να μη πέσω και πιάνομαι από το βλέμμα σου και σώζομαι… Επιβιώνω πάνω στο σώμα σου κι έπειτα χάνομαι ανάμεσα στους κοφτούς αναστεναγμούς της ανάσας σου. Είμαι το κόμμα που διαχωρίζω τον έναν από τον άλλο κι έπειτα χάνομαι αιφνίδια όπως με σβήνεις με τη γόμα σου και μπερδεύονται μεταξύ τους. Θυμάμαι την αίσθηση του κορμιού σου όπως το άγγιξα χτες το βράδυ λίγο πριν κοιμηθώ και τα χέρια μου έγιναν σταγόνες και κύλησαν πάνω σου σε όλα τα σημεία του κορμιού σου. σε κοιτάζω να κοιμάσαι και νιώθω ευγνωμοσύνη  που έχω μάτια μόνο και μόνο για να σε βλέπω. Προχτές μπήκε ένα σκουπίδι μέσα τους και νόμιζα πως θα μείνω τυφλή για πάντα και προσπάθησα να απομνημονεύσω την εικόνα σου…
Έχει μια σιωπηλή φασαρία στο μπαλκόνι-ακούς; νιώθω τόσο αβέβαια μικρή και τόσο απελπιστικά μεγάλη ταυτόχρονα και νιώθω πως χωράω μόνο στο πουθενά. Χτες το βράδυ κόντευα να πνιγώ από τις φωνές μου και σήμερα δεν σταματάω να μιλάω από φόβο μη μείνω βουβή και δε μπορέσεις ποτέ να ακούσεις το γέλιο μου και τις κραυγές μου. καμιά φορά νιώθω να θαμπώνω κι έπειτα νιώθω να βρίσκω το σμαραγδί και το ρουμπινί μου και όλα αυτά στα πλαίσια της ανασφάλειας του Έρωτα. Πλησιάζει ο ήχος σου και τότε αντλείται μια δύναμη τόσο ισχυρή που μου φυτρώνει τα πόδια μου ξανά από τους αστραγάλους. Και κάνω τα πρώτα μου βήματα ξανά από την αρχή προς το μέρος σου και αυτή είναι η πιο όμορφη διαδρομή της ζωής μου. Κάθε φορά η πιο γοητευτική από όλες.
-Ραντεβού στο ρολόι. Σε δύο λεπτά θα είμαι εκεί…
Και βρέθηκα να κάθομαι μπροστά στο κουτί με τη βάφλα κι έπειτα έπιασα το χέρι σου.
-Πέφτουμε;
-Θα σκοτωθούμε…
-Εγώ νομίζω πως θα πετάξουμε
Και πετάξαμε αν θες να ξέρεις. Κι έπειτα βρεθήκαμε συνταξιδιώτες στο τρένο. Εγώ πριν από σένα. Εσύ ανέβηκες από άλλον σταθμό. Και ήρθες και στριμώχτηκες δίπλα μου και ο μηρός σου ακουμπούσε τον δικό μου. Εγώ από μέσα κι εκείνη τη φορά. Δε γύρισα το κεφάλι μου να σε κοιτάξω. Ήξερα πως ήσουν εσύ με το που ακούμπησες το πόδι μου στο δικό σου. Σε ρώτησα γιατί άργησες τόσα χρόνια χωρίς να στρέψω το βλέμμα μου πάνω σου σαν να συνεχίζαμε μια συζήτηση που αφήσαμε πριν λίγα λεπτά στη μέση. Και μου είπες πως δεν άργησες, απλά εγώ βιάστηκα πολύ. Και δεν απάντησα. Θυμάμαι πως οι εικόνες που έβλεπα έξω από το παράθυρο δεν ήταν δέντρα και βουνά. Ήταν εικόνες εναλλασσόμενες από τη ζωή μου και μερικές εικόνες από την κοινή μας ζωή. Ένα περίεργο συναίσθημα, σαν να ταξίδευα με το τρένο της ζωής στο σώμα μου και μέσα στο τούνελ της ζωής μας. τις περισσότερες τις θυμάμαι. Μερικές από αυτές όχι και δε ξέρω αν ήταν εικόνες που είχαμε ήδη ζήσει ή εικόνες που θα ζήσουμε μαζί σε κάποιο κατά τ’ αλλα άγνωστο μέλλον. Μου έδειχνες με το δάχτυλο πότε τη μία, πότε την άλλη και γελούσαμε και θυμόμασταν μαζί, και μερικές φορές οι σιωπές μας ήταν κραυγαλέα ανήμπορες να μιλήσουν. Όπως η εικόνα που έφυγες εκείνη την Κυριακή προς άλλη κατεύθυνση από τη δική μου. Και ήταν τόσο πρωί που το σώμα μου είχε όλη τη μέρα μπροστά του να πονάει τον αποχωρισμό. Κάποια στιγμή φωτίστηκαν όλα στο βαγόνι μας κι ένιωσα τον χρόνο να κυλάει τόσο αργά που νόμιζα για μια στιγμή πως σταμάτησε, αλλά αν σταμάτησε πως ακούω την καρδιά σου; θυμάμαι μόνο τα μάτια σου και το χέρι σου να σφίγγει το δικό μου. Μου χαμογέλασες, σου χαμογέλασα και νομίζω πως ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή…
…πετάξαμε…
Δε ξέρω γιατί νιώθω ευνουχισμένη λεκτικά αλλά πάνω κάτω αυτά είχα να σου πω. Τα πιο μεγάλα πράγματα τελικά είναι κρυμμένα στις σιωπές των βλεμμάτων μας. Δυο κουβέντες την ημέρα είναι αρκετές για να σου δείξω όλα εκείνα που θα σου πουν τα μάτια μου χωρίς φωνή σε λιγότερο από έξι μέρες…

Μ

7.5.11

Πέντε


Είναι όλα περίεργα ξένα στον τόπο μου σαν να έπεσα από τον ουρανό σε άσχετο χρόνο, σε έναν χρόνο που δεν έζησα καν. Ξένα τα έπιπλα, οι αγκαλιές κι ένα πεταχτό φιλί που έπιασε ίσα τη γωνία των χειλιών μου καθώς γύριζα το κεφάλι μου από την άλλη και μετά με απορία κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Δεν είμαι εγώ. Είμαι κάποια άλλη τόσο όμοια με εμένα αλλά πιο όμορφη. Ξεγυμνώθηκα και κοιτάχτηκα στον ολόσωμο καθρέφτη. Έπιασα ασυναίσθητα το στήθος μου κι επεξεργαζόμουν το κορμί μου όπως τότε που ήμουν έφηβη κι έψαχνα να βρω το σημείο των θηλών του στήθους μου, την κλειτορίδα μου, τον αφαλό και κυρίως τον σπόνδυλο που συνδέεται με το ηλεκτρικό ρεύμα του σώματός μου. Κάθισα γυμνή μπροστά στον καθρέφτη, δε ξέρω πόση ώρα. Αισθανόμουν νεογέννητη λες και δεν υπήρξα ποτέ πριν. Με κοιτούσα απορημένη, με μια απορία του πως είναι δυνατόν να μου στέρησες την ύπαρξή σου όλα αυτά τα χρόνια που υπάρχω. Γύρισα και κοίταξα λίγο πίσω από τον δεξί ώμο μου κι έπειτα πίσω από την πλάτη μου. Συνάντησα κάπου το πριν και το τώρα και για το μετά ούτε λόγος. Το μετά δε με νοιάζει, το μετά ανήκει στο Εμείς δεν είναι μόνο δικό μου. Και κάπως έτσι αποφάσισα πως με αυτό θα ασχολούμαι μόνο όταν σε συναντώ με όποιον τρόπο…
Έκλεισα τα μάτια μου και είδα το σώμα σου να αγκαλιάζει το δικό μου˙ και πόσο ελεύθερο ήταν επιτέλους! Η αύρα του κύκλωνε τη δική μου και χρώματα γέμιζαν τα όνειρα, οι κουρτίνες, τα σεντόνια, ακόμα και τα μάτια σου άλλαζαν χρώμα και γινόντουσαν ένα χρώμα μαγικό που δε το είδα ποτέ πριν, δε το ξέρω, δε το έχω συναντήσει… ούτε κάποιον άλλο άνθρωπο σαν εσένα ξανά. Είσαι μια υπέροχα παράξενη αρχή, ο πρόλογος ενός βιβλίου ζωής που δε ξέρω πότε γράφτηκε το πρώτο σύμβολο λέξης. Στις τρείς, στις εννιά, στις δεκατέσσερις, στη μία, στις δεκαέξι, ή στις πέντε; Δε ξέρω. Ίσως σε κάποια άλλη ημερομηνία μερικές εκατοντάδες χρόνια πριν.
Σήμερα ξύπνησα δε ξέρω πότε. Σήμερα έζησα δε ξέρω που. Το μόνο που ξέρω είναι πως σηκώθηκα πολύ μετά αφότου η ζωή ξύπνησε πριν από μένα. Ξάπλωνα στο κρεβάτι μου και σε άγγιζα τόσο αληθινά έπαιζα το σώμα σου, χάιδευα το κορμί σου, άκουγα την ανάσα σου στήριζα την ύπαρξή σου στα δάχτυλά μου κι έπειτα στην εικόνα των ματιών μου. Είσαι εδώ σαν να μην έλειψες ποτέ. Είσαι εδώ σαν να γεννήθηκες μέσα μας. Είσαι εδώ σαν να μην έφυγα ποτέ από τον τόπο μας. Ζηλεύω λίγο τον αέρα που αναπνέεις αλλά παλεύω σαν φωτιά να τον καταπιώ εισπνέοντας μέσα μου εσένα σε όλη σου την ύπαρξη. Νιώθω ήρεμη, ίσως πιο ήρεμη από ποτέ. Τόσο γαλήνια, σαν να με γνώρισα για πρώτη φορά και να συστήθηκα μέσα από μια ανυπαρξία ύπαρξης τόσο ουσιαστική όσο και ανούσια. Δε ξέρω αν με καταλαβαίνεις μα είμαι σίγουρη πως αν κλείσεις τα μάτια σου θα καταλάβεις. Και αν δε καταλάβεις θα σωπάσω και ίσως τότε με ακούσεις. Και αν όχι και τότε, θα σου σχηματίσω με τα χείλη μουσικές λέξεις και τότε πια δε θα σου αφήσω περιθώρια ακατανόητης γραφής…
Είμαι παντού… όπως κι εσύ… μέσα σε κάθε κύτταρο των κορμιών μας, μέσα σε κάθε σταγονίδιο ζωής, μέσα σε κάθε μορφή ενέργειας, μέσα σε κάθε χρώμα, μέσα σε κάθε τι που δηλώνει πόσο υπαρκτή είναι η σύστασή μας μέσα από τις υπάρξεις δυο ανθρώπων που ήρθαν για να μείνουν…

Μ

1.5.11

.../

Δεν έχω τρόπο να σου μιλήσω… δεν ξέρω πώς να σου πω πως ακούω τον ήχο της φωνής σου στο κεφάλι μου να αγωνιά για το ξημέρωμα, να ανυπομονεί για την συνάντηση των βλεμμάτων με μπλεγμένες βλεφαρίδες… τελευταίο βράδυ πριν το πρώτο που θα κοιμηθώ στο πλάι σου δίπλα στο όνειρό σου, που θα βρισκόμαστε στο όνειρό μας πιάνοντας το χέρι σου, αγκαλιάζοντας το κορμί σου…
Περίμενέ με… δεν θα αργήσω.. οι ώρες κυλούν πια αντίστροφά με μηδέν το ξεκίνημα της κοινής μας ζωής… περίμενε με.. σου χρωστάω να περάσουμε μαζί, Εμείς τα πιο όμορφα πράγματα του κόσμου… σου το υποσχέθηκα άλλωστε……

 Μ