24.5.11

5Χ+Χ=-3

Καμιά φορά νιώθω πως ο κόσμος αλλάζει κατά δυο μοίρες την τροχιά του και ζαλίζομαι. Προσπαθώ να πιαστώ για να μη πέσω και πιάνομαι από το βλέμμα σου και σώζομαι… Επιβιώνω πάνω στο σώμα σου κι έπειτα χάνομαι ανάμεσα στους κοφτούς αναστεναγμούς της ανάσας σου. Είμαι το κόμμα που διαχωρίζω τον έναν από τον άλλο κι έπειτα χάνομαι αιφνίδια όπως με σβήνεις με τη γόμα σου και μπερδεύονται μεταξύ τους. Θυμάμαι την αίσθηση του κορμιού σου όπως το άγγιξα χτες το βράδυ λίγο πριν κοιμηθώ και τα χέρια μου έγιναν σταγόνες και κύλησαν πάνω σου σε όλα τα σημεία του κορμιού σου. σε κοιτάζω να κοιμάσαι και νιώθω ευγνωμοσύνη  που έχω μάτια μόνο και μόνο για να σε βλέπω. Προχτές μπήκε ένα σκουπίδι μέσα τους και νόμιζα πως θα μείνω τυφλή για πάντα και προσπάθησα να απομνημονεύσω την εικόνα σου…
Έχει μια σιωπηλή φασαρία στο μπαλκόνι-ακούς; νιώθω τόσο αβέβαια μικρή και τόσο απελπιστικά μεγάλη ταυτόχρονα και νιώθω πως χωράω μόνο στο πουθενά. Χτες το βράδυ κόντευα να πνιγώ από τις φωνές μου και σήμερα δεν σταματάω να μιλάω από φόβο μη μείνω βουβή και δε μπορέσεις ποτέ να ακούσεις το γέλιο μου και τις κραυγές μου. καμιά φορά νιώθω να θαμπώνω κι έπειτα νιώθω να βρίσκω το σμαραγδί και το ρουμπινί μου και όλα αυτά στα πλαίσια της ανασφάλειας του Έρωτα. Πλησιάζει ο ήχος σου και τότε αντλείται μια δύναμη τόσο ισχυρή που μου φυτρώνει τα πόδια μου ξανά από τους αστραγάλους. Και κάνω τα πρώτα μου βήματα ξανά από την αρχή προς το μέρος σου και αυτή είναι η πιο όμορφη διαδρομή της ζωής μου. Κάθε φορά η πιο γοητευτική από όλες.
-Ραντεβού στο ρολόι. Σε δύο λεπτά θα είμαι εκεί…
Και βρέθηκα να κάθομαι μπροστά στο κουτί με τη βάφλα κι έπειτα έπιασα το χέρι σου.
-Πέφτουμε;
-Θα σκοτωθούμε…
-Εγώ νομίζω πως θα πετάξουμε
Και πετάξαμε αν θες να ξέρεις. Κι έπειτα βρεθήκαμε συνταξιδιώτες στο τρένο. Εγώ πριν από σένα. Εσύ ανέβηκες από άλλον σταθμό. Και ήρθες και στριμώχτηκες δίπλα μου και ο μηρός σου ακουμπούσε τον δικό μου. Εγώ από μέσα κι εκείνη τη φορά. Δε γύρισα το κεφάλι μου να σε κοιτάξω. Ήξερα πως ήσουν εσύ με το που ακούμπησες το πόδι μου στο δικό σου. Σε ρώτησα γιατί άργησες τόσα χρόνια χωρίς να στρέψω το βλέμμα μου πάνω σου σαν να συνεχίζαμε μια συζήτηση που αφήσαμε πριν λίγα λεπτά στη μέση. Και μου είπες πως δεν άργησες, απλά εγώ βιάστηκα πολύ. Και δεν απάντησα. Θυμάμαι πως οι εικόνες που έβλεπα έξω από το παράθυρο δεν ήταν δέντρα και βουνά. Ήταν εικόνες εναλλασσόμενες από τη ζωή μου και μερικές εικόνες από την κοινή μας ζωή. Ένα περίεργο συναίσθημα, σαν να ταξίδευα με το τρένο της ζωής στο σώμα μου και μέσα στο τούνελ της ζωής μας. τις περισσότερες τις θυμάμαι. Μερικές από αυτές όχι και δε ξέρω αν ήταν εικόνες που είχαμε ήδη ζήσει ή εικόνες που θα ζήσουμε μαζί σε κάποιο κατά τ’ αλλα άγνωστο μέλλον. Μου έδειχνες με το δάχτυλο πότε τη μία, πότε την άλλη και γελούσαμε και θυμόμασταν μαζί, και μερικές φορές οι σιωπές μας ήταν κραυγαλέα ανήμπορες να μιλήσουν. Όπως η εικόνα που έφυγες εκείνη την Κυριακή προς άλλη κατεύθυνση από τη δική μου. Και ήταν τόσο πρωί που το σώμα μου είχε όλη τη μέρα μπροστά του να πονάει τον αποχωρισμό. Κάποια στιγμή φωτίστηκαν όλα στο βαγόνι μας κι ένιωσα τον χρόνο να κυλάει τόσο αργά που νόμιζα για μια στιγμή πως σταμάτησε, αλλά αν σταμάτησε πως ακούω την καρδιά σου; θυμάμαι μόνο τα μάτια σου και το χέρι σου να σφίγγει το δικό μου. Μου χαμογέλασες, σου χαμογέλασα και νομίζω πως ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή…
…πετάξαμε…
Δε ξέρω γιατί νιώθω ευνουχισμένη λεκτικά αλλά πάνω κάτω αυτά είχα να σου πω. Τα πιο μεγάλα πράγματα τελικά είναι κρυμμένα στις σιωπές των βλεμμάτων μας. Δυο κουβέντες την ημέρα είναι αρκετές για να σου δείξω όλα εκείνα που θα σου πουν τα μάτια μου χωρίς φωνή σε λιγότερο από έξι μέρες…

Μ