7.5.11

Πέντε


Είναι όλα περίεργα ξένα στον τόπο μου σαν να έπεσα από τον ουρανό σε άσχετο χρόνο, σε έναν χρόνο που δεν έζησα καν. Ξένα τα έπιπλα, οι αγκαλιές κι ένα πεταχτό φιλί που έπιασε ίσα τη γωνία των χειλιών μου καθώς γύριζα το κεφάλι μου από την άλλη και μετά με απορία κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Δεν είμαι εγώ. Είμαι κάποια άλλη τόσο όμοια με εμένα αλλά πιο όμορφη. Ξεγυμνώθηκα και κοιτάχτηκα στον ολόσωμο καθρέφτη. Έπιασα ασυναίσθητα το στήθος μου κι επεξεργαζόμουν το κορμί μου όπως τότε που ήμουν έφηβη κι έψαχνα να βρω το σημείο των θηλών του στήθους μου, την κλειτορίδα μου, τον αφαλό και κυρίως τον σπόνδυλο που συνδέεται με το ηλεκτρικό ρεύμα του σώματός μου. Κάθισα γυμνή μπροστά στον καθρέφτη, δε ξέρω πόση ώρα. Αισθανόμουν νεογέννητη λες και δεν υπήρξα ποτέ πριν. Με κοιτούσα απορημένη, με μια απορία του πως είναι δυνατόν να μου στέρησες την ύπαρξή σου όλα αυτά τα χρόνια που υπάρχω. Γύρισα και κοίταξα λίγο πίσω από τον δεξί ώμο μου κι έπειτα πίσω από την πλάτη μου. Συνάντησα κάπου το πριν και το τώρα και για το μετά ούτε λόγος. Το μετά δε με νοιάζει, το μετά ανήκει στο Εμείς δεν είναι μόνο δικό μου. Και κάπως έτσι αποφάσισα πως με αυτό θα ασχολούμαι μόνο όταν σε συναντώ με όποιον τρόπο…
Έκλεισα τα μάτια μου και είδα το σώμα σου να αγκαλιάζει το δικό μου˙ και πόσο ελεύθερο ήταν επιτέλους! Η αύρα του κύκλωνε τη δική μου και χρώματα γέμιζαν τα όνειρα, οι κουρτίνες, τα σεντόνια, ακόμα και τα μάτια σου άλλαζαν χρώμα και γινόντουσαν ένα χρώμα μαγικό που δε το είδα ποτέ πριν, δε το ξέρω, δε το έχω συναντήσει… ούτε κάποιον άλλο άνθρωπο σαν εσένα ξανά. Είσαι μια υπέροχα παράξενη αρχή, ο πρόλογος ενός βιβλίου ζωής που δε ξέρω πότε γράφτηκε το πρώτο σύμβολο λέξης. Στις τρείς, στις εννιά, στις δεκατέσσερις, στη μία, στις δεκαέξι, ή στις πέντε; Δε ξέρω. Ίσως σε κάποια άλλη ημερομηνία μερικές εκατοντάδες χρόνια πριν.
Σήμερα ξύπνησα δε ξέρω πότε. Σήμερα έζησα δε ξέρω που. Το μόνο που ξέρω είναι πως σηκώθηκα πολύ μετά αφότου η ζωή ξύπνησε πριν από μένα. Ξάπλωνα στο κρεβάτι μου και σε άγγιζα τόσο αληθινά έπαιζα το σώμα σου, χάιδευα το κορμί σου, άκουγα την ανάσα σου στήριζα την ύπαρξή σου στα δάχτυλά μου κι έπειτα στην εικόνα των ματιών μου. Είσαι εδώ σαν να μην έλειψες ποτέ. Είσαι εδώ σαν να γεννήθηκες μέσα μας. Είσαι εδώ σαν να μην έφυγα ποτέ από τον τόπο μας. Ζηλεύω λίγο τον αέρα που αναπνέεις αλλά παλεύω σαν φωτιά να τον καταπιώ εισπνέοντας μέσα μου εσένα σε όλη σου την ύπαρξη. Νιώθω ήρεμη, ίσως πιο ήρεμη από ποτέ. Τόσο γαλήνια, σαν να με γνώρισα για πρώτη φορά και να συστήθηκα μέσα από μια ανυπαρξία ύπαρξης τόσο ουσιαστική όσο και ανούσια. Δε ξέρω αν με καταλαβαίνεις μα είμαι σίγουρη πως αν κλείσεις τα μάτια σου θα καταλάβεις. Και αν δε καταλάβεις θα σωπάσω και ίσως τότε με ακούσεις. Και αν όχι και τότε, θα σου σχηματίσω με τα χείλη μουσικές λέξεις και τότε πια δε θα σου αφήσω περιθώρια ακατανόητης γραφής…
Είμαι παντού… όπως κι εσύ… μέσα σε κάθε κύτταρο των κορμιών μας, μέσα σε κάθε σταγονίδιο ζωής, μέσα σε κάθε μορφή ενέργειας, μέσα σε κάθε χρώμα, μέσα σε κάθε τι που δηλώνει πόσο υπαρκτή είναι η σύστασή μας μέσα από τις υπάρξεις δυο ανθρώπων που ήρθαν για να μείνουν…

Μ