28.2.11

montem et mare

Η καρδιά σπαρταράει όπως η Φιλαρέτη όταν την έβγαλα από το νερό για να τη βάλω σε άλλο για να τη θεραπεύσω. Πιάνω ασυναίσθητα τον εαυτό μου να ζει παράλληλες πραγματικότητες που σε λίγο δε θα ξεχωρίζει ποια είναι ποια κι έτσι δε θα ξέρω πια σε ποια από όλες μου λείπεις. Τα βράδια όταν κοιμάμαι και νιώθω πως δεν είσαι στο όνειρο απογοητεύομαι και διαγράφω το όνειρο πριν το θυμηθώ ξανά μόλις τα μάτια ανοίγουν. Παράλληλη διαδικασία. Τα μάτια ανοίγουν. Το όνειρο διαγράφεται. Δε παύει να υπάρχει. Μπαίνει στον κάδο ανακύκλωσης μήπως το χρειαστώ ξανά. Και μου λείπεις. Όταν πάλι ξυπνάω και σε έχω δίπλα μου τα μάτια μου επαναφέρουν πληροφορίες ονειρικές και τότε σε έχω πάλι. Έχω την αίσθησή σου. Αλλά δεν έχω το κορμί σου.  Και μου λείπεις. Κοιτώ τα μάτια σου και ξέρω πως αφήνεις μικρές ανάσες στον λαιμό μου. Αλλά δεν έχω το στόμα σου. Μου λείπεις. Θα έχω το κορμί σου σε λίγες ώρες. Και θα το έχω παράλληλα σε όλες τις πραγματικότητες. Αλλά αν λείπεις από το όνειρο, θα μου λείπεις. Και όταν το κορμί σου φύγει από δίπλα μου, θα μου λείπει διπλά γιατί θα ξέρω τη γεύση του. Και τώρα μου λείπεις. Αλλά τώρα δε σε έχω πουθενά.  Σε άφησα μόνο σου κι ας μη το ξέρεις. Αν και το ξέρεις. Κόλπο είναι, δε σ’ απαρνήθηκα. Ήθελα να δοκιμάσω τις αντοχές μου. Αλλά μου λείπεις. Σε πλησιάζω και κάθομαι πάνω στο γραφείο δίπλα στους αριθμούς και κουνάω τα πόδια μου πέρα δώθε και παίζω με τα μαλλιά σου, και λίγο με τα νεύρα σου που δε σ’ αφήνω να συγκεντρωθείς. Και όταν νευριάζεις εγώ κουρνιάζω. Δε παίζω άλλο με τα μαλλιά σου και κοιτώ τα παπούτσια μου. Και σηκώνω το βλέμμα όταν με έχεις συγχωρέσει και με κοιτάς. Και τότε κοιτώ τα μάτια σου. Και κάθε φορά που κοιτώ τα μάτια σου έχω μια απίστευτη επιθυμία να σε κάνω να μη με ξεχάσεις ποτέ. Οι ώρες κυλούν μία έτσι μία αλλιώς. Μια τρέχω στο σαλόνι να τις προλάβω, μια κάθονται δίπλα μου και δε περνούν ποτέ μπροστά από τα μάτια μου. Οι ώρες λιγοστεύουν μια προς όφελος μου μια εις βάρος μου. Και μερικές ανασφάλειες στέκονται στις παρανυχίδες μου και τσούζουν. Πέφτω στην παγίδα της παρόρμησης και κάνω σενάρια. Πάλι. Λες και δε ξέρω πως όσα και να σκεφτώ  τίποτα δε θα είναι όπως το σκέφτομαι. Χίλια σενάρια. Αλλά ξέρω… θα είναι το χιλιοστό πρώτο. Κολλάει το μυαλό μου σε μια εικόνα κι έπειτα καίγεται η ταινία κι έπειτα την πετάω και πιάνω καινούρια. Άπειρα χιλιόμετρα ταινιών και πάλι μυαλό δε βάζω. Αλλά με προτιμώ άμυαλη. Είμαι πιο ελεύθερη. Μια ζωή θυμάμαι όλοι να μου λένε να βάλω μυαλό. Και έβαλα το δικό τους. Και τότε έπαψα να υπάρχω. Μέχρι που αποφάσισα να αλλάξω μυαλό. Αλλά έπρεπε πρώτα να κόψω το κεφάλι μου. Και καλά που το έκανα και τώρα πια υπάρχει άπλετος χώρος να ζεις μέσα του ανενόχλητος. Να κάνεις σβούρες, να παίζεις με τις σκέψεις και τα όνειρά μου, και ναι σου το επιτρέπω αν θες, δεν έχω πρόβλημα. Απολαμβάνω κάθε σβούρα σου ακόμα και όταν μου φέρνει ίλιγγο η σκέψη σου και λιποθυμώ. Και είμαι περίεργη… θα με πιάσεις; Μη με φιλήσεις μόνο τότε. Θα είμαι λιπόθυμη και δε θα το καταλάβω. Και είναι η αυτοάμυνά μου αυτή. Γιατί  αν το καταλάβω, μετά μπορεί και να μη ξυπνήσω ποτέ. Και αν δε ξυπνήσω, θα πρέπει να έρχεσαι κάθε μέρα και να μου λες να ξυπνήσω. Και αν το κάνω και διαπιστώσω πως υπάρχεις, τότε θα σιγουρευτώ πως…