11.3.11

vide


Το ίδιο φιλί. Πάντα. Με την ίδια αλλόκοτη γεύση, μόνο που το αλλόκοτο έχει την υπόσταση του όμορφα ιδιαίτερου. Και πίσω στο βουνό. Πάλι. Χωρίς ομίχλη αυτή τη φορά. Και φιλιά αμέτρητα, χιλιάδες εκατομμύρια φιλιά φιλιών περνούν από πάνω μου και σπάνε στο λακκάκι του λαιμού μου λίγο πριν γίνουν κραυγή και η Ηχώ επιστρέψει σε μένα και με ξυπνήσει. Και όπου εμένα βάζω κι εσένα. Εγώ; Εσύ; Δε ξέρω. Εμείς σίγουρα. Το βράδυ τρόμαξα. Δύο φορές. Άκουσα μια πόρτα να ανοίγει με άσχημη πρόθεση. Το ρεύμα της ακούμπησε στο δέρμα μου και ανατρίχιασα. Άνοιξα τα μάτια απότομα να μη με πιάσει στα πράσα η αίσθηση του φόβου που είχα εκείνη τη στιγμή. Ετοιμοπόλεμη. Πάντα. Ειδικά αν πρόκειται να διεκδικήσω ότι αγαπώ. Και αν με βαρεθεί θα το αγαπάω διπλά για να επιστρέψει σε μένα. Τώρα που το σκέφτομαι νομίζω πως οι φόβοι μου βγήκαν βόλτα χτες βράδυ και επέστρεψαν πιο αγριεμένοι από πριν και τώρα, και τώρα; Τώρα κάνουν θόρυβο όταν ανοίγουν την πόρτα και με τρομάζουν…
Καμιά φορά νομίζω πως ονειρεύομαι ακόμα και όταν δεν ονειρεύομαι κι έχω εκείνη την αγωνία ενός ονειρευόμενου μη γίνει κάτι, μη συμβεί και ξυπνήσει και το όνειρο γίνει σκόνη. Το μόνο που με κάνει να ξεχωρίζω το όνειρο από το α-όνειρο είναι όταν βάζω ξύλα στο τζάκι και μπαίνουν ακίδες στα δάχτυλά μου. Και πονάω. Και πόσο χαίρομαι που πονάω γιατί καταλαβαίνω πως δεν είναι ονειρόσκονη  η ζωή μου μαζί σου. Και αυτό είναι το πιο μαγικό από όλα…
Οι νύχτες μικραίνουν και, τι κρίμα, χάνω την νυχτερινή μου υπόσταση. Όπως και πέρσι θα πέσω σε καλοκαίρια νάρκη να ξυπνήσω τον Σεπτέμβριο όταν η νύχτα θα είναι νύχτα ξανά. Και τότε θα περιμένω να Φλεβαρίσει για να γεννηθώ πριν την καινούρια Άνοιξη στο πλάι σου. Και θα περιμένω τη μέρα που θα κοιμάμαι κάτω από τα ίδια σεντόνια με ‘σένα. Όπως εκείνο το πρώτο βράδυ, όπως το τελευταίο μετά από ογδόντα χρόνια όπως το πρώτο στην καινούρια ζωή στο Κατμαντού που θα σε περιμένω σκαρφαλωμένη στο Θιβέτ να σου τραγουδάω τραγούδια σαν Σειρήνα να με ακούσεις. Και αν δε με ακούσεις θα σου δείξω το δεξί χέρι μου στο ύψος του καρπού. Και τότε θα σε βάλω να μυρίσεις το μαύρο κάτι που μου χάρισες. Και η μυρωδιά θα ξυπνήσει θύμησες πρώτων φιλιών και η Λήθη θα πέσει να κοιμηθεί ένα βράδυ μόνο και θα ξυπνήσει πάλι και θα αρπάξει το κορμί της Θύμησης και θα το ερωτευτεί όπως το δικό σου το δικό μου και το δικό μου το δικό σου και το δικό μας, για να μας αφήνει να απολαμβάνουμε τις εκπλήξεις της ζωής με μικρά κενά μνήμης. Μόνο όταν κοιταχτούμε στα μάτια θα θυμηθούμε. Μετά θα ζήσουμε από την αρχή…
Η ώρα είναι 17.13 και περιμένω μετρώντας δευτερόλεπτα που γίνονται λεπτά και τα λεπτά αγωνία κι αιωνιότητα. Περιμένω να φανείς να σου πω πως δε σε ξέχασα, ποτέ δε σε ξέχασα και πως κάθε μέρα που περνάει σε θυμάμαι όλο και πιο πολύ αλλά δε σου το λέω ποτέ μου. Όχι μυστικό. Απλά δεν έχει σημασία. Νιώθω τόσο απόλυτα δική σου που δε βαρέθηκα τόσα χρόνια πλάι σου άρα δε θα σε βαρεθώ ποτέ. Θα ήθελα να πάμε στη Σάρτη εκεί στην παραλία που σε πρωτοσυνάντησα. Κι έπειτα να με ονειρευτείς όπως τότε που με πρωτοσυνάντησες εσύ. Κι έπειτα θα καταλάβουμε και οι δύο πως ποτέ, ποτ, δε πάψαμε να υπάρχουμε μαζί από την απαρχή του κόσμου, πως ποτέ, ποτέ δε βαρεθήκαμε να ερωτευόμαστε ξανά και ξανά από την αρχή και πάντα με συνέχεια αλλά εγώ μερικές φορές είμαι χαζή και φοβάμαι λίγο περισσότερο πάντα από σένα αλλά ξέρω πως είμαι χαζή κι έτσι έχω άλλοθι και απαλλάσσομαι λόγο βλακείας. Ερωτευμένης βλακείας και το τονίζω αυτό Μη με μαλώνεις… είμαι τόσο Ερωτευμένη κι επειδή δεν έχω μάτια από τη πρώτη στιγμή που έγινα η Ερωμένη σου, λίγο φωλιάζουν διάφορα άνευ υπόστασης μέσα μου. καμιά φορά ξέρω, και μέσα σου… αλλά αν με ακούς, αν,

…ήρθες….


Σ’ αγαπάω…