20.3.11

18' 1-3-1-16-1-24


Δε ξέρω πως γίνεται καμιά φορά η στιγμή και φωλιάζει μέσα μου με δέος ο φόβος της απώλειας κι έπειτα προσπαθώ να σε ανασάνω και πνίγομαι… δε θέλω να φοβάμαι- ακούς;- δε θέλω αλλά όταν αποφάσισα να γίνεσαι ανάσα μου δε γίνεται να μη φοβάμαι μη σε χάσω, γιατί αν σε χάσω θα πεθάνω κι εγώ δε θέλω να πεθάνω ακόμα, έχω να ζήσω μαζί σου δε κάποιο καράβι με πανιά παλαιού τύπου και άντε να δούμε ποιος θα βγάλει δίπλωμα για να το οδηγεί.
Θέλω να φύγει αυτή η μέρα. Να φύγει να πάει στο καλό και να γίνει Δευτέρα να μπορώ να σου μιλώ, να σε ακούω, να σε νιώθω, σιχαίνομαι τα Σαββατοκύριακα μακριά σου, σιχαίνομαι κάθε στιγμή μακριά σου, ασφυκτιώ και κανένας δε μπορεί να με βοηθήσει να πάρω μερικά μόρια οξυγόνου και μπορεί να μη μου φτάσει ο αέρας μέχρι να ξημερώσει η Δευτέρα. Ειδικά αν συνεχίσω να ψάχνω τα γλυκόκογά σου μέσα ή έστω ανάμεσα στις λέξεις που έρχονται στα μάτια μου και ύστερα στ’ αυτιά μου. Και όταν δεν υπάρχουν τεμαχίζω τις λέξεις σου και παίρνω τα γράμματα και γράφω μόνη μου λέξεις- Σ’ αγαπώ, Μου λείπεις, Σε σκέφτομαι, Αγάπη μου, Σε χρειάζομαι, Μωρό μου, Είμαι καλά όταν είμαι δίπλα σου-. Είναι η άμυνά μου απέναντι σε μια ασφυξία απουσίας οδυνηρή που κάνει τα μάτια μου με το ζόρι να μένουν ανοιχτά και αυτό ίσα ίσα για να κρατήσουν λίγο την εικόνα σου πριν κλείσουν για πάντα αλλά ξέρω πως θα με πεις πάλι Αγάπη μου μόλις η φλέβα στο κεφάλι σου ηρεμίσει και με δεις δίπλα σου να αργοπεθαίνω και θα με φιλήσεις στο στόμα και τότε η αναπνοή μου θα γίνεται και πάλι κανονική μέχρι την επόμενη φορά που θα μου λείπεις…
Νιώθω πως κάποιες λέξεις υπάρχουν αλλά δεν έχουν ειπωθεί. Νιώθω για πρώτη φορά πως κρατάς μυστικά και ναι, μπορεί να κάνω λάθος εντελώς, αλλά νιώθω μυστικά φωλιασμένα στο στέρνο μου στη σχισμή του στήθους μου. Μη με ρωτάς γιατί φώλιασαν εκεί, είναι που από εκεί λείπουν τα χάδια σου και υπάρχει ένας τεράστιος κενός χώρος σ’ εκείνο το σημείο και τώρα φωλιάζουν και πιέζουν την καρδιά μου και μερικές φορές εκείνη σταματάει κι εγώ μου  κάνω μαλάξεις γιατί δε θέλω να πεθάνω ακόμα, όχι ακόμα, Του το είπα και χτες το βράδυ πως δεν ήρθε η ώρα μου όταν Τον κοίταξα να κάθεται στις σκάλες τη στιγμή που ένιωσα έντονη στιγμιαία δυσφορία στο στήθος μου. Ήξερα πως το βάρος των μυστικών που αυξάνεται κι εγώ δε μπορώ να το εμποδίσω. Χωρισμένος και διχοτομημένος ανάμεσα στο πριν και το τώρα, στο τώρα και στο μετά και δε πειράζει θα περιμένω να γίνεις ολόκληρος και να μ’ αγαπάς ολόκληρος και αν δε μ’ αγαπάς πάλι δε πειράζει, αλλά πειράζει ταυτόχρονα, θα φύγω αθόρυβα όπως αθόρυβα ήρθα και θα πάρω μαζί μου άπειρες συζητήσεις, μερικά φιλιά στο στήθος μου, σφιχτές αγκαλιές και κάποιες λίγες ανάσες από το στόμα σου για να μπορώ να συνεχίσω. Δυο βροχές ξαφνικά γλίστρησαν στα μάγουλα μου κι εγώ τις μαζεύω, τις συλλέγω ξέρεις για να μη ξεχάσεις ποτέ τον λόγο ύπαρξής τους..
Χτες το βράδυ σε κρατούσα στην παλάμη μου, χόρευα με τα μάτια κλεισμένα και μερικές φορές γύριζα το κεφάλι μου σε ένα ακαθόριστο κενό για σε εντοπίσω εντονότερα και τότε ένιωθα μερικές ανάσες στο λαιμό μου. Έσφιγγα τα μάτια μου να μη χάσω την εικόνα σου αλλά εκείνη ξεγλιστρούσε και τότε έπεφταν κρύσταλλα από τις βλεφαρίδες μου ως το σαγόνι μου και από εκεί στο μπουκαλάκι συλλογής δακρύων. Κάποια τραγούδια με πόνεσαν τόσο που τελικά μέθυσα λίγο μια που είχα να πιω τρία ποτά χρόνια και μια φωνή ‘‘ δε κάνει…’’ και μια η δική μου ‘‘Άσε με δε με νοιάζει τίποτα…’’ και τα τσιγάρα σβήνανε στα πόδια μου και τα τραγούδια γινόντουσαν πληγές αιμορραγικές και η φωνή ‘‘Μη καπνίζεις, δε κάνει’’ και μια δική μου ‘‘Πονάω το καταλαβαίνεις;;;;’’ κι έπειτα σιωπή στο κεφάλι μου… κι έπειτα δυνατή βροχή να πέφτει από τον ουρανό στο κεφάλι μου κι εγώ να προσπαθώ να ξεζαλιστώ παραπατώντας ελαφρά στις μύτες από πλακάκι πεζοδρομίου σε πλακάκι και μια φωνή ‘‘Βρέχεσαι, θα κρυώσεις’’ και μια δική μου ‘‘Παράτα με!’’ κι έτσι έγινα μούσκεμα, κι έτσι το πρόσωπό μου βράχηκε τόσο πολύ που έχασα την αίσθηση των δακρύων μου κι έτσι προσπαθούσα να εντοπίσω με τη γλώσσα μου την αλμυρή τους γεύση αλλά θαρρείς πως και η βροχή έβρεχε δάκρυα χτες βράδυ και έγινα ολόκληρη μια σταγόνα κλάματος γοερού και βουβού ταυτόχρονα…
Θέλω να φύγει η Κυριακή, θέλω να φύγει, δε μπορώ άλλο αυτή τη γαμημένη ανασφάλεια, θέλω να σου μιλήσω να μου πεις πως μ’ αγαπάς όπως και πριν από χρόνια˙ θέλω να φύγει η Κυριακή, δεν αντέχω άλλο. Και πόσο να αντέξω δηλαδή όταν από την Πέμπτη το βράδυ σταδιακά νιώθω να χάνομαι; Είμαι τελικά πιο δυνατή από όσο περίμενα κι έτσι θα τα καταφέρω ως αύριο το πρωί… αρκεί να είσαι εδώ…
Μη ξεχάσεις ποτέ τον δρόμο που διάνυσε ο ένας και ο άλλος μέχρι να συναντηθούμε στο παρόν. Έτσι θα θυμάσαι για πάντα το πόσο σημαντικός είσαι για μένα…