6.3.11

Θεσσαλονίκη αρχή Άνοιξης


Η Θεσσαλονίκη δε θα είναι ποτέ η ίδια χωρίς την ανάσα σου και ας μη το καταλάβει κανένας σε αυτή την πόλη παρά μόνο εγώ. Έφυγες με έναν μαγικό τρόπο όπως ήρθες αλλά δεν έφυγες ποτέ και αυτό είναι το μόνο για το οποίο είμαι σίγουρη και τώρα πια έχω ξεχάσει ακόμα και το όνομά μου. πιάνω τούφες από τα μαλλιά μου και τα κάνω μικρές σβούρες και μπλέκονται στον αριστερό μου δείκτη κι έχω την αίσθηση των μαλλιών σου που τα χάιδευα εκείνο το πρώτο πρωινό που ξυπνήσαμε μαζί. Θα ήθελα λίγες ώρες ακόμα, λίγες αν και πάντα λίγες παραπάνω θα ζητάω μαζί σου πάντα ακόμα και τη στιγμή της τελευταίας μου πνοής. Θέλω να κατοικώ στα μάτια σου, να γίνομαι βροχή και να σου τα κοκκινίζω και να ξέρω πως είναι για μένα κι αισθάνομαι τόσο ηλίθια, τόσο ηλίθια, που σου είπα πως δε θέλω να σε δω κλαμένο ξανά, ξεχνώντας εντελώς πως τα μάτια σου ζωντανεύουν όταν γυαλίζουν και γίνονται βροχερά κι έπειτα κατοικώ εκεί για πάντα. Έχω το είδωλό σου στις ρόγες των δακτύλων μου˙ το σχήμα των χειλών σου, των ματιών σου το λακκάκι στο σαγόνι σου, της λεπτής μύτης σου και το περίγραμμα του προσώπου σου. Είναι αποτυπωμένα πάνω στα δακτυλικά μου αποτυπώματα και τα δακτυλικά μου άλλαξαν σχήμα κι έγιναν το πρόσωπό σου. Και αν ποτέ χρειαστεί να σκοτώσω τον εαυτό μου αν με ξεχάσεις, τότε σίγουρα θα σε βρουν να σε ρωτήσουν το γιατί. Περιμένω τα φιλιά που ακόμα δε γεύτηκα, τα χάδια σου που ακόμα δεν ένιωσα, το κορμί σου που ακόμα δεν απόλαυσα και όλα αυτά στη σφαίρα του αύριο. Πάντα θα υπάρχουν φιλιά, χάδια και κορμί που δε γεύτηκα˙ θα είναι τα επόμενα που θα μου δώσεις ακόμα και όταν το κορμί μου λεηλατηθεί από το δικό σου. Ακόμα και όταν θα ξέρεις τις πιο κρυφές γωνιές του, ακόμα και όταν τα φιλιά μου θα γίνουν προβλέψιμα.

-Είσαι το πιο σπάνιο πλάσμα στον κόσμο
-Είσαι ο πιο όμορφος άνθρωπος του κόσμου…
-Είσαι ο θησαυρός μου και μόνο πειρατικά θα μπορούν να σε κλέψουν από μένα και δε θα τους συγχωρήσω ποτέ…

-Βρέχει στα μάτια μου
-Το Σαββατοκύριακο μάλλον θα πάω στο χωρίο, έχει δουλειές.
-Θα ανοίξω τις τρύπες στ’ αυτιά, και τις δύο..
-Κι εγώ θα σου χαρίσω ένα σκουλαρίκι μου…


-Θα έρθεις;
-Δε ξέρω…
-Θα έρθεις;
-Δε ξέρω αν μπορώ δε το έχω κάνει ποτέ ξανά…
-Θα έρθεις;
-…
-Θα έρθεις;
-Δε ξέρω…
-Θα έρθεις;
-Βογκάω…
-Θα έρθεις;
-…
-Θα έρθεις;
-Δε μπορώ να σου υποσχεθώ…
-Θα έρθεις;
-…

-Έλα ένα διήμερο…
-Δε προλαβαίνω
-…
-Θα έρθω… σου το υπόσχομαι… και θα κάνουμε τα πιο όμορφα πράγματα του κόσμου… θα πάμε μαζί ένα ταξίδι για όσο θες εσύ, για όσο θα μπορείς εσύ, για όσο αντέχεις. Και αν αυτό αργήσει λίγο το μόνο που σου υπόσχομαι είναι πως θα γίνει…

Η Θεσσαλονίκη δε μπορεί να είναι ξανά όπως πριν. Θα βρέχω πιο απαλά για μένα και για σένα αλλά θα είμαι πιο όξινη για όλους τους άλλους. Κάθε που θα μου λείπεις θα κλαίω και θα καίω τον χρόνο. Κάθε που θα είσαι εδώ θα κλαίω και θα ανθίζουν λουλούδια. Βάλε τα δυνατά σου. Πρέπει μέχρι τον επόμενο Φλεβάρη να είσαι τελειωμένος και να είσαι εδώ. Είσαι σπάνιος σαν κρύσταλλος μαγικός που μόνο στις παλάμες μου μπορώ να τον ακουμπήσω, χωρίς δάχτυλα, για να μη τον πονέσω. Αποδημείς μα πάντα θα γυρίζεις σε μένα. Έτσι και του χρόνου… λίγο πριν την Άνοιξη θα γυρίσεις μέσα μου… αλλά εν τω μεταξύ θα έχω επισκεφτεί εγώ τον Νότο σου.
Είσαι σπουδαίος άνθρωπος. Σε κρατώ αριστερά και κεντρικά του στήθους μου και το νιώθω ποσό σπουδαίος είσαι αναγνωρίζοντας τους χτύπους της καρδιάς σου. Δε θυμάμαι πολλά… δε θα σου πω ψέματα. Θυμάμαι όμως το μεγαλείο σου. Θυμάμαι τον ήχο σου. Θυμάμαι το βλέμμα σου. Τα μάτια σου δε ξέρω. Το βλέμμα σου το θυμάμαι. Θυμάμαι τη γεύση σου. Το άρωμά σου. Θυμάμαι το άγγιγμά σου. Τα χέρια σου όχι. Το άγγιγμά σου μόνο. Αν εσύ θυμάσαι, πες μου αν ήμουν τυφλή την προηγούμενη φορά που σε συνάντησα κι έβλεπα μόνο με τη γεύση την ακοή την όσφρηση και την αφή. Θυμάμαι που σου δάγκωνα τα χείλη απαλά όταν σε φιλούσα. Θυμάμαι που έπαιρνες το κάτω χείλος μου στο στόμα σου. Δε θυμάμαι το στόμα σου. Θυμάμαι τα τέσσερα δάχτυλά σου στην πλάτη μου. Δε θυμάμαι την πλάτη μου. Θυμάμαι τις παλάμες σου στο στήθος μου. Δε θυμάμαι το στήθος μου. Θυμάμαι που σε αγκάλιαζα. Δε θυμάμαι τα μπράτσα σου. Θυμάμαι πως σε συνάντησα. Δε θυμάμαι τα ρούχα σου. Θυμάμαι που σε κοίταξα. Δε θυμάμαι το μέρος που σε κοίταξα. Θυμάμαι που σε κράτησα. Δε θυμάμαι το όνομά σου. Θυμάμαι τη γεύση σου. Δε θυμάμαι ούτε το δικό μου όνομα. Θυμάμαι που μου έκανες Έρωτα. Θυμάμαι που μου έκανες Έρωτα

Καλό ταξίδι μικρό μου. Σ’ αγαπάω όσο θα ήθελα να σου δείξω αλλά ποτέ δε θα το κάνω  γιατί πάντα αιφνιδιάζομαι που στιγμή με τη στιγμή αλλάζει βάθος η αγάπη μου και μπαίνει όλο πιο βαθιά μέσα μου. Δεν ήξερα ποτέ μου πως κρύβω τόση αγάπη μέσα μου. Ζω πρώτη μου φορά. Όλα γίνονται για πρώτη φορά. Με πιστεύεις, έτσι δεν είναι;